25.10.10

Η κρίση και το χρέος στην Ευρώπη - Αβάσιμοι Ισχυρισμοί που προβάλλονται σαν προφανείς αλήθειες

ΔΕΚΑ ΑΒΑΣΙΜΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΠΡΟΦΑΝΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
KAI 22 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Το κείμενο που ακολουθεί (σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος), έχει συνταχθεί με πρωτοβουλία γνωστών γάλλων οικονομολόγων (Φιλίπ Ασκεναζί, Τομά Κουρό, Αντρέ Ορλεάν, Ανρί Στερντινιάκ) και έχει υπογραφεί ήδη από επτά τουλάχιστον εκατοντάδες ευρωπαίων οικονομολόγων.
Το «Μανιφέστο των κατάπληκτων οικονομολόγων», όπως το τιτλοφορούν, διαφέρει αισθητά από παρόμοια αριστερής έμπνευσης μανιφέστα που έχουν στο πρόσφατο παρελθόν δημοσιευτεί με αφορμή την κρίση του χρέους και ειδικότερα τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη. Είναι πιο λεπτομερειακό, με πιο ειδικές αναφορές στα συγκεκριμένα προβλήματα. Και, το κυριότερο, αναλαμβάνει την ευθύνη να προτείνει για συζήτηση άμεσες εναλλακτικές λύσεις υπονομεύοντας έτσι την κυρίαρχη λογική του «μονόδρομου».
Η κριτική του στην κυρίαρχη οικονομική αντίληψη είναι καταλυτική και οι λύσεις που προτείνει είναι, από μια άποψη, άμεσα εφαρμόσιμες. Ωστόσο, μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η απόλυτη σχεδόν κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, κι αυτές ακόμη οι προτάσεις καταλήγουν να αποτελούν ζητούμενο.
Είναι φανερό ότι για την εφαρμογή τους χρειάζεται να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί, να συγκεντρωθούν προς υποστήριξή τους ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να ανατρέψουν τη διπλή κυριαρχία που μόλις προαναφέραμε.

Η νεοφιλελεύθερη λογική είναι η μόνη που αναγνωρίζεται ως νόμιμη, παρά τις καταφανείς αποτυχίες της. Στηριζόμενη στην υπόθεση της ρυθμιστικής ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, κηρύσσει τη μείωση των δημοσίων δαπανών, την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την απελευθέρωση του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της αγοράς κεφαλαίου, την ένταση του ανταγωνισμού εν παντί τόπω και χρόνω…
Ως οικονομολόγοι μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας αυτές τις πολιτικές να βρίσκονται πάντα στην ημερήσια διάταξη και να μην αμφισβητούνται τα θεωρητικά τους θεμέλια. Παρά το γεγονός ότι έχουν αποδειχθεί λανθασμένα στην πράξη τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εδώ και τριάντα χρόνια, προκειμένου να προσανατολιστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι επιλογές της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η κρίση ξεγύμνωσε το δογματικό και αστήριχτο χαρακτήρα των περισσότερων από αυτές τις δήθεν προφανείς αλήθειες, που επαναλαμβάνουν κατά κόρον όσοι παίρνουν τις αποφάσεις και οι σύμβουλοί τους (…)
Πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς, που εμπνέουν μέτρα άδικα και αναποτελεσματικά, απέναντι στους οποίους αντιτάσσουμε για δημόσια συζήτηση είκοσι δύο αντιπροτάσεις. Καθεμία από αυτές δεν συναντά οπωσδήποτε την ομοφωνία των οικονομολόγων που υπογράφουν το κείμενο. Ωστόσο, αν θέλουμε να βγει η Ευρώπη από το αδιέξοδο, οφείλουμε να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη.

1ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΕΣ
ΝΑ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σήμερα κάθε παρατηρητής των οικονομικών εξελίξεων σκοντάφτει πάνω σε μια πραγματικότητα: στον πρωταρχικό ρόλο που αποδίδεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τη λειτουργία της οικονομίας. Αυτή είναι η κατάληξη μιας εξέλιξης, που η αρχή της βρίσκεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια σαφή, ποσοτική και ποιοτική, τομή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Κάτω από την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η συνολική ρύθμιση του καπιταλισμού μετασχηματίστηκε σε βάθος γεννώντας μια νέα μορφή καπιταλισμού, που ορισμένοι αποκάλεσαν «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό».
Οι μεταβολές αυτές βρήκαν τη θεωρητική δικαίωσή τους στην υπόθεση της ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών να λειτουργούν ως αξιολογητές και ρυθμιστές άπειρων πληροφοριών. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι σημαντικό να αναπτυχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, να τους επιτραπεί να λειτουργήσουν όσο γίνεται πιο ελεύθερα, γιατί αποτελούν τον μοναδικό μηχανισμό αποτελεσματικής κατανομής των κεφαλαίων. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται με πείσμα εδώ και τριάντα χρόνια, συμβαδίζουν με αυτή την απαίτηση. Έπρεπε λοιπόν να διαμορφωθεί μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά ολοκληρωμένη, όπου οι παίκτες (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) θα μπορούν να ανταλλάσσουν τίτλους (μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα, παράγωγα, συνάλλαγμα) κάθε τύπου (μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα).
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να μοιάζουν με τη «χωρίς τριβές» αγορά των εγχειριδίων: ο οικονομικός λόγος κατόρθωσε να γίνει δημιουργός της ίδιας της πραγματικότητας. Καθώς οι αγορές γίνονταν όλο και πιο «τέλειες» με την έννοια της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, οι αναλυτές πίστεψαν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο εξής θα ήταν πιο σταθερό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η περίοδος οικονομικής ανάπτυξης χωρίς άνοδο των μισθών που γνώρισαν οι ΗΠΑ από το 1990 ως το 2007, έμοιαζε να το επιβεβαιώνει.

Οι αγορές δεν ρυθμίζουν
τέλεια τη ζωή μας

Ακόμη και σήμερα οι G20 επιμένουν στην ιδέα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για την κατανομή των κεφαλαίων. Η υπεροχή και η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών παραμένουν οι τελικοί στόχοι της νέας οικονομικής ρύθμισής τους. Η κρίση δεν ερμηνεύεται σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της λογικής των απορρυθμισμένων αγορών, αλλά σαν συνέπεια της φαυλότητας και της ανευθυνότητας ορισμένων παραγόντων.
Ωστόσο, η κρίση απέδειξε ότι οι αγορές δεν μπορούν να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο και δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ως προς τα ζητήματα της ρύθμισης των οικονομιών και της οικονομικής πολιτικής είναι τεράστιες.
Η κυρίαρχη θεωρία (της ρυθμιστικής ικανότητας των αγορών) βασίζεται στην ιδέα ότι οι επενδυτές αναζητούν και βρίσκουν τις πιο ακριβείς πληροφορίες για την αξία των οικονομικών σχεδίων που ανταγωνίζονται αναζητώντας χρηματοδότηση. Αν πιστέψουμε αυτή τη θεωρία, η τιμή που διαμορφώνεται σε μια αγορά, αντανακλά την κρίση των επενδυτών και συνθέτει το σύνολο των διαθέσιμων πληροφοριών: αποτελεί συνεπώς μια καλή εκτίμηση της αληθινής αξίας των τίτλων.
Αυτή η αξία υποτίθεται ότι συνοψίζει κάθε απαραίτητη πληροφορία για τον προσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας και συνεπώς της κοινωνικής ζωής. Έτσι, το κεφάλαιο επενδύεται στα οικονομικά σχέδια που αποφέρουν τη μεγαλύτερη απόδοση και αποφεύγει τα λιγότερο αποδοτικά. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα αυτής της θεωρίας: ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός παράγει ορθές τιμές, οι οποίες αποτελούν σήματα για τους επενδυτές και προσανατολίζουν αποτελεσματικά την οικονομική ανάπτυξη.

Όταν η τιμή ανεβαίνει,
η ζήτηση αυξάνει!

Η κρίση, όμως, ήρθε να επιβεβαιώσει το κριτικό έργο μελετητών που έθεταν υπό αμφισβήτηση αυτή την πρόταση. Ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός δεν παράγει αναγκαστικά ορθές τιμές. Ακόμα χειρότερα: συχνά αποσταθεροποιεί τις τιμές και οδηγεί σε εξελίξεις των τιμών υπερβολικές και μη ορθολογικές, σε χρηματοπιστωτικές φούσκες.
Το μέγα σφάλμα της κυρίαρχης θεωρίας είναι ότι μεταφέρει στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τη θεωρία των συνηθισμένων αγορών. Σ’ αυτές τις αγορές ο ανταγωνισμός είναι κατά ένα μέρος αυτορυθμιζόμενος δυνάμει του αποκαλούμενου «νόμου» της προσφοράς και της ζήτησης: όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, τότε οι παραγωγοί αυξάνουν την προσφορά τους και οι αγοραστές μειώνουν τη ζήτησή τους. Η τιμή τότε πέφτει και προσεγγίζει το επίπεδο ισορροπίας. Με άλλα λόγια, όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, αντίρροπες δυνάμεις ενεργούν και τείνουν αρχικά να φρενάρουν την τιμή και κατόπιν να αντιστρέψουν την τάση ανόδου της.
Ο ανταγωνισμός παράγει την αποκαλούμενη «αρνητική ανατροφοδότηση», δηλαδή δυνάμεις που δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τον αρχικό κλονισμό. Η ιδέα της ρυθμιστικής ικανότητας της αγοράς προκύπτει από μια άμεση μεταφορά αυτού του μηχανισμού στη διαδικασία χρηματοδότησης της αγοράς. Ωστόσο, η κατάσταση στην αγορά αυτή είναι πολύ διαφορετική. Όταν η τιμή ανεβαίνει, συχνά παρατηρούμε ότι δεν προκύπτει πτώση αλλά άνοδος της ζήτησης!
Στην πραγματικότητα, η άνοδος της τιμής σημαίνει μεγαλύτερη απόδοση γι’ αυτούς που κατέχουν τον συγκεκριμένο τίτλο, λόγω της υπεραξίας που πραγματοποιείται. Η άνοδος της τιμής, λοιπόν, προσελκύει νέους αγοραστές, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο την αρχική άνοδο. Η υπόσχεση ότι θα υπάρξει επιβράβευση, ωθεί τους συναλλασσόμενους να διευρύνουν αυτή την κίνηση μέχρι το, απρόβλεπτο αλλά αναπόφευκτο, τυχαίο γεγονός, που θα προκαλέσει την αντιστροφή των προεξοφλήσεων και το κραχ.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια διαδικασία «θετικής ανατροφοδότησης», που επιδεινώνει τις ανισορροπίες. Πρόκειται για την κερδοσκοπική φούσκα: μια σωρευτική άνοδο των τιμών που αυτοτροφοδοτείται.

Η αγορά
οδηγεί στις φούσκες

Αυτός ο τύπος διαδικασίας δεν παράγει ορθές τιμές, αντίθετα παράγει τιμές αναντίστοιχες. Η προεξάρχουσα θέση που κατέχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αποκλείει οποιαδήποτε ρυθμιστική ικανότητα. Αντίθετα, αποτελεί μόνιμη πηγή αστάθειας, όπως δείχνει σαφέστατα η συνεχής σειρά από φούσκες που έσκασαν τα τελευταία 20 χρόνια: Ιαπωνία, Νοτιοανατολική Ασία, Διαδίκτυο, αναδυόμενες αγορές, φούσκα των ακινήτων… Η χρηματοπιστωτική αστάθεια μεταφράζεται έτσι σε ισχυρές διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος και των χρηματιστηρίων, που είναι έκδηλο ότι δεν σχετίζονται με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Η αστάθεια αυτή, που γεννιέται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία μέσα από πολλούς μηχανισμούς.
Για να περιοριστεί αυτός ο ατελέσφορος χαρακτήρας και η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, προτείνουμε τέσσερα μέτρα:
• Να διαχωριστούν αυστηρά οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών παραγόντων, να απογορευτεί στις τράπεζες να κερδοσκοπούν για λογαριασμό τους, ώστε να αποφευχθεί η εξάπλωση των φαινομένων φούσκας και τα κραχ.
• Να περιοριστεί η ρευστότητα και η κερδοσκοπία που προκαλεί αστάθεια, μέσω ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων και φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών μεταβιβάσεων.
• Να περιοριστούν οι χρηματοπιστωτικές μεταβιβάσεις μόνο στις αναγκαίες για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας (π.χ. CDS αποκλειστικά για τους κατόχους ασφαλισμένων τίτλων).
• Να οριστεί οροφή στις απολαβές των χρηματιστών που διαπραγματεύονται για δικό τους λογαριασμό.

2ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΥΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση οδήγησε στο ζενίθ την ισχύ τού χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς ενοποιεί και συγκεντροποιεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία σε πλανητική κλίμακα. Στο εξής αυτή είναι που καθορίζει τις νόρμες αποδοτικότητας που απαιτούνται για το σύνολο των κεφαλαίων.
Το σχέδιο προέβλεπε ότι η χρηματοδότηση μέσω της αγοράς αντικαθιστά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος. Το σχέδιο αυτό έχει αποτύχει, καθώς σήμερα, συνολικά, είναι οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν τους μετόχους αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
Η διοίκηση των επιχειρήσεων έχει μετασχηματιστεί σε βάθος για να προσεγγίσει τις νόρμες αποδοτικότητας της αγοράς. Έχει επιβληθεί μια νέα αντίληψη για την επιχείρηση και τη διοίκησή της, σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση υπηρετεί αποκλειστικά τον μέτοχο. Έχει εξαφανιστεί η ιδέα ενός κοινού συμφέροντος που αναφέρεται στα διάφορα επιμέρους συμφέροντα τα οποία συνδέονται με την επιχείρηση. Οι διευθύνοντες τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις στο εξής έχουν ως πρωταρχική αποστολή να ικανοποιούν την επιθυμία πλουτισμού των μετόχων και μόνο.
Κατά συνέπεια παύουν και οι ίδιοι να είναι μισθωτοί, όπως φαίνεται και από την υπέρμετρη άνοδο των απολαβών τους. Το ζήτημα, δηλαδή, που τους ενδιαφέρει, είναι πώς θα διαχειριστούν τα πράγματα, ώστε στο εξής τα συμφέροντα των διευθυντικών στελεχών να συμπίπτουν με τα συμφέροντα των μετόχων.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων από 15% έως 25% είναι στο εξής ο κανόνας που επιβάλλει η χρηματοπιστωτική εξουσία στις επιχειρήσεις και τους μισθωτούς. Η ρευστότητα είναι το εργαλείο αυτής της εξουσίας, που επιτρέπει κάθε στιγμή στα κεφάλαια που δεν ικανοποιούνται να μεταφερθούν αλλού.
Μπροστά σ’ αυτή τη δύναμη οι μισθωτοί καθώς και η πολιτική κυριαρχία εξαιτίας της διάσπασής τους εμφανίζονται σε υποδεέστερη θέση. Αυτή η κατάσταση ανισορροπίας οδηγεί σε παράλογες απαιτήσεις κέρδους, οι οποίες χαλιναγωγούν την οικονομική ανάπτυξη και ωθούν σε μια διαρκή μεγέθυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Από τη μια μεριά οι απαιτήσεις της κερδοφορίας αναχαιτίζουν σε σημαντικό βαθμό τις επενδύσεις: όσο ανέρχεται η ζητούμενη αποδοτικότητα, τόσο δυσκολότερο γίνεται να βρεθούν επενδυτικά σχέδια που ικανοποιούν τις απαιτήσεις των επενδυτών. Τα ποσοστά των επενδύσεων παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, οι απαιτήσεις αυτές προκαλούν μια σταθερή πτωτική πίεση στους μισθούς και την αγοραστική δύναμη, γεγονός που δεν ευνοεί τη ζήτηση. Η ταυτόχρονη ανάσχεση των επενδύσεων και της κατανάλωσης οδηγεί σε αδύναμη ανάπτυξη και ενδημική ανεργία.
Η τάση αυτή αντισταθμίστηκε στις αγγλοσαξονικές χώρες με τη διεύρυνση του δανεισμού (και του χρέους) των νοικοκυριών και με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, που δημιουργούν πλασματικό πλούτο, επιτρέπουν την αύξηση της κατανάλωσης χωρίς την αύξηση των μισθών, αλλά καταλήγουν σε κραχ.
Για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά αποτελέσματα της επίδρασης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομική δραστηριότητα, προτείνουμε για συζήτηση τρία μέτρα:
• Να ενισχυθούν σε σημαντικό βαθμό οι αντίρροπες δυνάμεις μέσα στις επιχειρήσεις, ώστε να υποχρεωθούν οι διοικήσεις τους να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των μερών που τις συναποτελούν.
• Να ενισχυθεί πολύ η φορολογία των πολύ υψηλών εισοδημάτων, ώστε να αποθαρρυνθεί η ανυπόφορη κούρσα αποδοτικότητας των κεφαλαίων.
• Να μειωθεί η εξάρτηση των επιχειρήσεων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με την ανάπτυξη δημόσιας πιστωτικής πολιτικής (προνομιακά επιτόκια για τις δραστηριότητες που έχουν προτεραιότητα στο κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο).

3ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Σύμφωνα με τους υπέρμαχους των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι παράγοντες της αγοράς λαμβάνουν υπόψη τους την αντικειμενική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, για να αξιολογήσουν τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο δανεισμός ενός κράτους.
Ας πάρουμε την περίπτωση του ελληνικού χρέους. Οι οικονομικοί παράγοντες και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις επαφίενται αποκλειστικά στις οικονομικές εκτιμήσεις για να κρίνουν ποια είναι η κατάσταση. Έτσι, όταν το επιτόκιο που απαιτούσαν για την Ελλάδα ανέβηκε και ξεπέρασε το 10%, ο καθένας μπορούσε να συμπεράνει ότι ο κίνδυνος αποτυχίας ήταν προ των πυλών: εάν οι επενδυτές απαιτούν τόσο υψηλό πριμ κινδύνου, είναι γιατί ο κίνδυνος έχει φτάσει στα άκρα.
Εδώ βρίσκεται η βαθύτατη πλάνη, αν κατανοήσουμε την αληθινή φύση της αξιολόγησης μέσω της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ακριβώς επειδή αυτή δεν έχει την ικανότητα που της αποδίδεται, παράγει πολύ συχνά τιμές (επιτόκια) πλήρως αναντίστοιχα προς τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Στις συνθήκες αυτές, είναι παράλογο να στηριχτεί κάποιος μόνο στις χρηματοπιστωτικές αξιολογήσεις για να κρίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Η εκτίμηση της αξίας ενός τίτλου δεν είναι μια πράξη συγκρίσιμη με τη μέτρηση ενός αντικειμενικού μεγέθους, για παράδειγμα με την εκτίμηση του βάρους ενός αντικειμένου.
Ένας τίτλος είναι δικαίωμα επί των μελλοντικών εισοδημάτων: για να τον αξιολογήσουμε, πρέπει να προβλέψουμε το μέλλον. Κι αυτό είναι ζήτημα κρίσης, δεν είναι ζήτημα αντικειμενικής μέτρησης, γιατί τη συγκεκριμένα στιγμή το μέλλον δεν είναι καθόλου προκαθορισμένο. Στις αίθουσες των αγορών, αυτό που εκτιμάται είναι αυτό που οι παράγοντες της αγοράς φαντάζονται ότι θα συμβεί. Μια τέτοια τιμή (επιτόκιο) προκύπτει από μια κρίση, μια πεποίθηση, ένα στοίχημα με το μέλλον: τίποτα δεν μας εξασφαλίζει ότι η κρίση των αγορών είναι κατά οποιοδήποτε τρόπο ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή κρίσης.
Και, κυρίως, η αξιολόγηση των αγορών δεν είναι ουδέτερη: επηρεάζει το μετρούμενο αντικείμενο, κατασκευάζει το μέλλον που φαντάζεται και δημιουργεί δεσμεύσεις με βάση αυτό. Έτσι, οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι αξιολόγησης συμβάλλουν ευρύτατα στον καθορισμό των επιτοκίων στις αγορές ομολόγων βαθμολογώντας τα με μεγάλο υποκειμενισμό, δηλαδή με τη θέληση να τροφοδοτήσουν την αστάθεια, η οποία είναι πηγή κερδοσκοπικών κερδών.
Κάθε φορά που κατεβάζουν το βαθμό αξιολόγησης, ενός κράτους, ανεβάζουν τα επιτόκια που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες για να δεχτούν τους τίτλους του δημόσιου χρέους αυτού του κράτους και έτσι αυξάνουν τον κίνδυνο πτώχευσης, την οποία έχουν αναγγείλει.
Για να περιορίσουμε την επίδραση της ψυχολογίας των αγορών στη χρηματοδότηση των κρατών, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Οι οίκοι χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης δεν επιτρέπεται να βαραίνουν με αυθαίρετο τρόπο στη διαμόρφωση του επιτοκίου της αγορά ομολόγων μέσω της υποβάθμισης ενός κράτους: θα έπρεπε η δραστηριότητά τους να υπόκειται σε κανόνες και να απαιτείται η αξιολόγησή τους να γίνεται με διαφανείς οικονομικούς υπολογισμούς.
• Να απελευθερωθούν τα κράτη από την απειλή των χρηματοπιστωτικών αγορών με τη θεσμοθέτηση της εγγύησης εξαγοράς τίτλων του δημοσίου από την ΕΚΤ.

4ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
Η ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Συνήθως, το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα εμφανίζει τις χώρες να πνίγονται από δημόσιο χρέος και να θυσιάζουν την ευημερία των μελλοντικών γενεών επιδιδόμενες σε απερίσκεπτες κοινωνικές δαπάνες. Το δανειζόμενο κράτος εμφανίζεται σαν ένας αλκοολικός πατέρας, που σπαταλάει για το πιοτό περισσότερα απ’ όσα εισπράττει.
Κι όμως, η πρόσφατη έκρηξη του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο οφείλεται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες: δηλαδή, στα σχέδια σωτηρίας των δημοσίων οικονομικών και κυρίως στην ύφεση που προκάλεσε η τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: το μέσο δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ ήταν 0,6% του ΑΕΠ το 2007, αλλά με την κρίση ανέβηκε στο 7% (2010). Το δημόσιο χρέος την ίδια περίοδο πέρασε από το 66% στο 84% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η άνοδος του δημόσιου χρέους, στη Γαλλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αρχικά περιορισμένη και προηγήθηκε αυτής της ύφεσης: δεν προέρχεται από μια ανοδική τάση των δημόσιων δαπανών (καθώς αυτές οι δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σταθερές ή μειωμένες στην ΕΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90), αλλά από την εξάντληση των δημοσίων εσόδων λόγω της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και λόγω της δημοσιονομικής αντεπανάστασης που πραγματοποίησαν οι περισσότερες κυβερνήσεις τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Πιο μακροπρόθεσμα, η δημοσιονομική αντεπανάσταση τροφοδότησε τη διόγκωση του χρέους, καθώς η μία περίοδος ύφεσης διαδεχόταν την άλλη.
Έτσι, στη Γαλλία, μια πρόσφατη κοινοβουλευτική έκθεση ανεβάζει στα 100 δισ. ευρώ το κόστος της μείωσης των βεβαιωθέντων φόρων μεταξύ 2000 και 2010, χωρίς να υπολογίσουμε την απαλλαγή από την καταβολή κοινωνικών εισφορών (30 δισ.) και άλλες «δημοσιονομικές δαπάνες».
Επειδή δεν προβλέπεται δημοσιονομική εναρμόνιση, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν επιδοθεί σ’ έναν δημοσιονομικό ανταγωνισμό, μειώνοντας τη φορολόγηση των εταιριών, των υψηλών εισοδημάτων και της περιουσίας. Παρά το γεγονός ότι το ειδικό βάρος αυτών των προσδιοριστικών στοιχείων ποικίλλει από χώρα σε χώρα, η σχεδόν γενική άνοδος του δημοσίου ελλείμματος στην Ευρώπη τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν προκύπτει κυρίως από μια ένοχη απόκλιση των δημοσίων δαπανών.
Η διάγνωση αυτή ανοίγει προφανώς άλλα πεδία δράσης, διαφορετικά από αυτά που επιβάλλει η λογική της μείωσης των δημοσίων δαπανών στο διηνεκές.
Για να δώσουμε νέα πνοή σε μια δημόσια συζήτηση για την προέλευση του χρέους και, συνεπώς, για τα θεραπευτικά μέσα, προτείνουμε:
• Να γίνει δημόσιος, ανοιχτός στους πολίτες έλεγχος του δημόσιου χρέους, ώστε να προσδιοριστεί η προέλευσή του και να γίνει γνωστή η ταυτότητα των κύριων κατόχων των τίτλων του χρέους και τα ποσά που αντιπροσωπεύουν.

5ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ
ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Ακόμη κι αν η αύξηση του δημόσιου χρέους προέκυπτε κατά ένα μέρος από μια άνοδο των δημοσίων δαπανών, η περικοπή αυτών των δαπανών δεν θα συνέβαλε υποχρεωτικά στη λύση του προβλήματος. Κι αυτό γιατί η δυναμική του δημόσιου χρέους δεν έχει μεγάλη σχέση με τη δυναμική ενός νοικοκυριού: η μακροοικονομία δεν μπορεί να αναχθεί στην οικιακή οικονομία.
Η δυναμική του χρέους γενικά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από το επίπεδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, αλλά επίσης και από τη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο δανεισμού και τον ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί αν ο τελευταίος είναι πιο χαμηλός από το επιτόκιο, τότε το χρέος αυξάνεται αυτόματα εξαιτίας του «φαινομένου της χιονοστιβάδας»: το ποσό που απαιτείται για τους τόκους εκρήγνυται και το συνολικό έλλειμμα (μαζί και οι τόκοι για το χρέος) ακολουθεί την ίδια πορεία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Γαλλία, παρά την ύφεση των ετών 1993-94, συνεχίστηκε η ίδια πολιτική, γεγονός που μεταφράστηκε σε επιτόκια σταθερά υψηλότερα από τα τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό εξηγεί το άλμα του δημόσιου χρέους στη Γαλλία στη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ο ίδιος μηχανισμός εξηγεί την αύξηση του χρέους κατά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας 1980 υπό την αρνητική επίδραση της νεοφιλελεύθερης ανατροπής και της πολιτικής υψηλών επιτοκίων που ακολούθησαν ο Ρίγκαν και η Θάτσερ.

Ο ρυθμός ανάπτυξης
καθορίζει το χρέος

Όμως ο αριθμός οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες: βραχυπρόθεσμα, οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν την επέκταση της ύφεσης («αυτόματοι σταθεροποιητές»), μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (εκπαίδευση, υγεία, έρευνα, υποδομές…) ενισχύουν την ανάπτυξη. Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι κάθε είδους δημόσιο χρέος αυξάνει εξ ίσου το δημόσιο χρέος, ή ότι κάθε μείωση του ελλείμματος επιτρέπει και τη μείωση του χρέους. Αν η μείωση των ελλειμμάτων γίνεται τροχοπέδη για την οικονομική δραστηριότητα, το χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Οι νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ορισμένες χώρες (ο Καναδάς, η Σουηδία, το Ισραήλ) προχώρησαν σε πολύ βίαιες προσαρμογές των δημοσιονομιών τους στη δεκαετία του ’90 και γνώρισαν αμέσως μετά άνοδο της οικονομικής ανάπτυξης. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση μιας απομονωμένης χώρας, η οποία ανακτά γρήγορα την ανταγωνιστικότητά της έναντι των ανταγωνιστών της. Αυτό που ξεχνούν προφανώς οι οπαδοί της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής προσαρμογής, είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ως κύριους πελάτες και ανταγωνιστές τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η ΕΕ, συνολικά, είναι ελάχιστα ανοικτή στις εξωτερικές συναλλαγές. Μια ταυτόχρονη και μαζική μείωση των δημόσιων δαπανών στο σύνολο των χωρών της ΕΕ θα είχε ένα και μόνο αποτέλεσμα: μια βαθιά ύφεση και, συνεπώς, μια νέα επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Για να αποφύγουμε την πρόκληση μιας τέτοιας καταστροφικής κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Να διατηρηθεί το επίπεδο των δαπανών κοινωνικής προστασίας ή να βελτιωθεί (επιδόματα ανεργίας, κατοικίας…).
• Να αυξηθούν τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, την έρευνα, τις περιβαλλοντικές επενδύσεις, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης, που θα επιτρέψει σημαντική μείωση της ανεργίας.

Εφ. ΕΠΟΧΗ

12.10.10

Η άλλη πλευρά του «κέλτικου τίγρη»

Οι τέσσερις ζωές του «ιρλανδικού μοντέλου»

«Αναγέννηση» μέσα από τη λιτότητα - Από τον ενθουσιασμό των ΜΜΕ στην κοινωνική απόγνωση

Η πραγματικότητα της ιρλανδικής οικονομίας επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους: το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 32% του ΑΕΠ! Την ίδια στιγμή, το Δουβλίνο διαπιστώνει ότι το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζει για να καθησυχάσει τους επενδυτές επιδεινώνει την ύφεση και... προκαλεί την ανησυχία των αγορών. Διόλου απίθανο, λοιπόν, ο κέλτης «καλός μαθητής» να βρεθεί στη γωνία των αφερέγγυων, μαζί με τον έλληνα «σκράπα».

Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου, αυτή τη φορά λιγότερο αξιοθαύμαστη από τις προηγούμενες.

«Οταν ο υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κολομβίας επισκέφθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες, την αίθουσα σύνταξης της "Wall Street Journal", η Ιρλανδία ήταν το τελευταίο θέμα στο οποίο θα περίμενα να αναφερθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι πρώτες του κουβέντες ήταν για την Ιρλανδία». Ετσι, στις αρχές Μαρτίου του 2008, η Μαίρη Αναστάζια Ο' Γκράντι συμπεραίνει κατάπληκτη: «Η Μπογοτά ενδιαφέρεται έντονα για το ιρλανδικό μοντέλο» («Wall Street Journal», 25 Μαρτίου 2008). Ομως, δεν επρόκειτο για κάποια περίεργη, ξαφνική μανία της κολομβιανής κυβέρνησης.

«Στο ιρλανδικό μοντέλο βλέπω μονάχα πλεονεκτήματα· αυτό το success story στέλνει ένα μήνυμα στη Γαλλία», δήλωνε ενθουσιασμένος ο (συντηρητικός) γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν (Δουβλίνο, 24 Μαΐου 2004). Εναν χρόνο αργότερα, σε επίσημη ανακοίνωση της λιθουανικής κυβέρνησης αναφερόταν ότι στόχος της χώρας είναι η «αναπαραγωγή του ιρλανδικού σεναρίου οικονομικής ανάπτυξης(1)». Πολύ σύντομα, το Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας στέλνει στο νησί στελέχη του για να «παρατηρήσουν και να μάθουν τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη». Την ίδια εποχή, οι εργοδότες στην Τζαμάικα αναρωτιούνταν: «Ποια διδάγματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την πρωτοφανή επιτυχία της Ιρλανδίας;» Ο προβληματισμός των ομολόγων τους στο Κεμπέκ, τη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά, πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ιρλανδία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο(2)» -για την επαρχία τους. Παντού, από τη δεξιά της Λετονίας έως το Εθνικό Συμβούλιο της Εργοδοσίας στην Ονδούρα και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών έως το Αμερικανο-Ουρουγουανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ιρλανδικό μοντέλο είναι μια στρατηγική η οποία μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από την εποχή ή τη γεωγραφική ζώνη(3)».

Ολα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν, ξαφνικά, η ιρλανδική οικονομία απογειώθηκε: μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έφτασε το 7%, μια επίδοση διπλάσια από την αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών και τριπλάσια εκείνης της ζώνης του ευρώ.

Το «σμαραγδένιο νησί»

Στα μέσα ενημέρωσης δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι το «θαύμα» συνέβη μετά τη δρομολόγηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια, ο «Economist» αναθεωρεί την κριτική που είχε ασκήσει στη χώρα, ότι «βαδίζει προς την καταστροφή» (16 Ιανουαρίου 1988): «Η Ιρλανδία αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι εάν μια χώρα αγκαλιάσει την "παγκοσμιοποίηση", θα βρει την πλέον σύντομη οδό για την αφθονία» (15 Μαΐου 1997).

Το γεγονός ότι όλοι -από τους «New York Times» ώς τη «Figaro» κι από τη «Wall Street Journal» ώς την (κεντροαριστερή) «Liberation» - έχουν καταγοητευθεί από το «Σμαραγδένιο νησί» και συμφωνούν ότι το «ιρλανδικό θαύμα» συνίσταται ουσιαστικά στο «θαύμα του νεοφιλελευθερισμού». Συνεπώς, υπάρχει φυσικότερο πράγμα από το να καλέσεις και τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα; Ετσι δημιουργήθηκε το ιρλανδικό μοντέλο.

Τον Δεκέμβριο του 1995, ολόκληρη η Γαλλία είχε κατέβει στους δρόμους(4). Το γαλλικό οικονομικό περιοδικό «Capital» εξηγεί στους απεργούς ότι στο Δουβλίνο «οι κοινωνικοί εταίροι έπαιξαν το παιχνίδι» και «έδωσαν μια ανάσα οξυγόνου στις επιχειρήσεις». Πράγματι, από το 1987, το κράτος, η εργοδοσία και τα συνδικάτα έχουν συμφωνήσει σε μια «κοινωνική συνεργασία», της οποίας ο κυριότερος στόχος είναι η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση». Αποτέλεσμα: «Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και τα μετριοπαθή συνδικάτα επέτρεψαν να αλλάξει εντελώς η εικόνα που υπήρχε ανέκαθεν γι' αυτή τη χώρα: αγροτική και νωχελική» («Le Point», 6 Απριλίου 1996).

Ομως, οι προσπάθειες της Ιρλανδίας δεν περιορίστηκαν σε αυτή τη συνδικαλιστική μετριοπάθεια. Το περιοδικό «Le Point» χαιρετίζει επίσης «την τολμηρή οικονομική πολιτική, η οποία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες εταιρείες». Με ποιον τρόπο; Κατεβάζοντας τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 10%(5), στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφαρμόζει «τιμές μεταφοράς των κερδών», οι οποίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να δηλώνουν τα κέρδη τους στη χώρα, απολαμβάνοντας το πλέον ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Σε αυτόν τον τομέα, η Ιρλανδία είναι ασυναγώνιστη: οι αρχές της επέλεξαν να «απενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς τους(6)».

Φορολογικός παράδεισος

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόμοια ευρηματικότητα θα άγγιζε τα όρια της παρανομίας. Ωστόσο, προκαλεί τον θαυμασμό της «Brussels Journal», «της φωνής των συντηρητικών στην Ευρώπη». Κι όπως επαναλαμβάνει εδώ και πολύ καιρό αυτή η εφημερίδα, «η οικονομική ανάπτυξη τονώνεται με τη μείωση της φορολογίας και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας: Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν και μας δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχουμε» (25 Νοεμβρίου 2005).

Οι πολυεθνικές σπεύδουν. Η Ιρλανδία ανεβαίνει στο βάθρο του πρώτου φορολογικού παραδείσου στον κόσμο, χάρη στον επαναπατρισμό των κερδών στις χώρες απ' όπου προέρχονται οι πολυεθνικές (μπροστά κι από τις Βερμούδες): Αυτά τα κέρδη φτάνουν το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι εξελίξεις ωθούν τους οικονομολόγους να μετρούν στο εξής τη δραστηριότητα της ιρλανδικής οικονομίας με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι πλέον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(7). Γιατί, παρά το μικρό μέγεθός της (1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού), η Ιρλανδία προσελκύει το ένα τέταρτο των αμερικανικών επενδύσεων που προορίζονται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων.

Τους αμερικανούς επενδυτές ακολουθούν και μερικοί Γάλλοι. Στις 22 Ιουνίου του 2005, το τηλεοπτικό δελτίο του (δημόσιου γαλλικού) καναλιού France 2 τους αφιερώνει ένα ρεπορτάζ: Ενας εκπατρισμένος «δημιουργός πλούτου» αναφέρεται στη Γαλλία: «Οι εργοδοτικές εισφορές είναι υπερβολικά υψηλές! Μα απίστευτα υψηλές!» Ενας δημοσιογράφος περιγράφει τη χώρα στην οποία βρίσκονται: «Η Ιρλανδία, με τους πολύ χαμηλούς φόρους της και την ιδιαίτερα ευέλικτη κοινωνική νομοθεσία της»...

Ομως, η «ιρλανδική συνταγή» δεν έχει τίποτε το πραγματικό εξαιρετικό. Σε γενικές γραμμές, επιβλήθηκε -με την ονομασία «προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών»- σε πολλές άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν δημιούργησε κι εκεί αντίστοιχα θαύματα; Ισως επειδή, σε τελική ανάλυση, η απογείωση της ιρλανδικής οικονομίας δεν είχε μεγάλη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των ιρλανδών ιθυνόντων που λάτρευαν την «ελευθερία των ανταλλαγών».

Ορισμένοι άλλοι παράγοντες φωτίζουν καλύτερα την κατάσταση. Κατ'αρχάς, η σταδιακή χειραφέτηση των γυναικών. Το 1992, η νομιμοποίηση των αντισυλληπτικών οδηγεί σε σημαντική μείωση της γεννητικότητας. Οι Ιρλανδέζες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.

Συνεπώς, το «θαύμα» εξηγείται επίσης και με την κάλυψη της υστέρησης που χαρακτήριζε μια καθυστερημένη οικονομία. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία ωφελήθηκε λιγότερο από το ξένο κεφάλαιο που φιλοξενούσε, απ' όσο ωφελήθηκε το ξένο κεφάλαιο από το εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που του προσφερόταν σε χαμηλή τιμή. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η Ιρλανδική Δημοκρατία ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες ακόμα και της παραμικρής επιβράδυνσης της δραστηριότητας των ξένων επιχειρήσεων που φιλοξενούσε. Κι όταν από το 2000 η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, ο «Κέλτικος Τίγρης» άρχισε να μουδιάζει.

«Υγιείς» πολιτικές

Ομως, για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μια υποδειγματική λύση: η ιρλανδική οικονομία κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα και να ξαναρχίσει μια δεύτερη ζωή. Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι κι εδώ το κράτος ευνόησε την πιστωτική επέκταση, την «επινοητικότητα» των τραπεζών και κυρίως την κερδοσκοπία στην κτηματαγορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο από εκείνον που παρατηρείται στη Γαλλία, κι ο ρυθμός της έκδοσης οικοδομικών αδειών επιταχύνεται έντονα, χωρίς την παραμικρή σχέση με τη ζήτηση. Πολύ σύντομα, το 17% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους που καταβάλλει ο κατασκευαστικός τομέας.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ανησυχεί. Το 2004, οι εκτελεστικοί διευθυντές του χαιρετίζουν «τις πάντα αξιοθαύμαστες επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας, οι οποίες στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές πολιτικές και προσφέρουν ένα χρήσιμο μάθημα στις υπόλοιπες χώρες(8)». Τι κι αν το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία μειώνεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία; Πρόκειται για κάτι εντελώς αδιάφορο. Ο Τόμας Φρίντμαν, ο ανεκδιήγητος αρθρογράφος που γράφει το κύριο άρθρο των «New York Times», συνοψίζει το δίλημμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες η Γερμανία και η Γαλλία: «Να μετατραπούν σε Ιρλανδία ή να μετατραπούν σε μουσείο» (1η Ιουλίου 2005).

Η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται σιγά σιγά στην οικονομική κρίση, η ιρλανδική οικονομία παίρνει τον κατήφορο, το Χρηματιστήριο του Δουβλίνου καταρρέει. Το 2008, η ανεργία πραγματοποιεί ένα άλμα 85% -πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη- και τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώνονται κατά 13%. Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα που βουλιάζει στην ύφεση. Υπάρχουν «μοντέλα» που χάθηκαν στη λήθη για λιγότερο σημαντικούς λόγους.

Μοντέλο προς μίμηση

Ομως, όπως ο νεοφιλελεύθερος φοίνικας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του για να επιβάλει λύσεις στα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε, έτσι και το ιρλανδικό μοντέλο ανασταίνεται άλλη μια φορά και συνεχίζει να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το δρόμο της λιτότητας, αυτή τη φορά.

Το Δουβλίνο ανάγει την κοινωνική βαναυσότητα σε πραγματική αρετή. Κι εύκολα μαντεύει κανείς, μια κι έχει μετατραπεί πλέον σε συνήθεια, ότι η αυστηρότητα που επιδεικνύει το Δουβλίνο εισάγει «ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να μιμηθούν οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ» («Financial Times», 21 Ιουλίου 2010): μείωση του μισθού των δημόσιων υπαλλήλων (έως και 20%), περικοπή των οικογενειακών επιδομάτων κατά 10%, αντίστοιχη μείωση όλων των κοινωνικών παροχών. Κι όταν τον Φεβρουάριο του 2010 η Ευρώπη θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει «να προχωρήσει ακόμα πιο μακριά» στον δημοσιονομικό ασκητισμό, τι της προτείνει η Γερμανία; Μα, φυσικά, «να μιμηθεί την Ιρλανδία» (Reuters, 16 Φεβρουαρίου 2010).

Τον Απρίλιο, η Ιρλανδία δέχεται -άλλη μια φορά- τα συγχαρητήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το πρότυπο της λιτότητας ανακηρύσσεται σε υπόδειγμα «κοινωνικής συνοχής».

Αν και οι Ιρλανδοί είναι όντως πολύ θυμωμένοι, αυτός ο θυμός δύσκολα εκφράζεται. Η ταυτότητα των δύο μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών (του Fianna F―il και του Fine Gael) οικοδομήθηκε γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας από την αγγλική κυριαρχία, για το οποίο είχαν αντίθετες απόψεις(9). Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ενώνει τα δύο κόμματα. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα συνδικάτα έχουν εμπεδώσει τις αρετές του «κοινωνικού διαλόγου». Κι ο πληθυσμός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία, που καταλήγει, μερικές φορές, να αδιαφορεί για τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Τέλος, καθώς ξαναρχίζει η μετανάστευση(10), και μάλιστα με έντονους ρυθμούς(11), προσφέρεται στους πλέον δυσαρεστημένους η ελπίδα ότι κάπου αλλού τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτούς.

Συνταγή Δουβλίνου

Ηδη από τον Απρίλιο του 2009, ο Μπράιαν Λένιχαν, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, εξέφραζε την ικανοποίησή του επειδή «οι εταίροι μας στην Ευρώπη είναι ενθουσιασμένοι από την ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο. Εάν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο στη Γαλλία, θα είχαν εξεγέρσεις». Εναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν δώσουν στη δημοσιότητα τον δικό τους προϋπολογισμό λιτότητας, οι βρετανοί Συντηρητικοί -οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην εξουσία μαζί με τους φιλελεύθερους συμμάχους τους- έστρεψαν το βλέμμα τους προς την απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: «Εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών πέρασαν πολύ χρόνο σε τηλεφωνικές επαφές με τους ομολόγους τους στο Δουβλίνο για να (...) κατανοήσουν πώς η ιρλανδική κυβέρνηση συνασπισμού κατόρθωσε να πετσοκόψει τις δαπάνες χωρίς να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός παρόμοιος με εκείνον που παρατηρείται στην Ελλάδα» («Financial Times», 23 Μαΐου 2010).

Ομως, η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του ιρλανδικού μοντέλου -η τέταρτη ζωή του- προκαλεί πολύ λιγότερο θαυμασμό(12).

«Εάν η Ιρλανδία δεν είχε ενεργήσει με τον τρόπο που το έκανε, θα μπορούσε να είχε καταλήξει όπως η Ελλάδα», διαβεβαίωναν οι «Financial Times» στις 10 Μαΐου του 2010. Τρεις μήνες αργότερα, στην Αθήνα δικαιούνται να χαμογελούν ειρωνικά. Ακόμα κι η «Wall Street Journal» αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις απόψεις της: «Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε ότι η Ιρλανδία θα κατόρθωνε να επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα χάρη σε ένα επιθετικό πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο που εφαρμόστηκε στη ζώνη του ευρώ. Ομως, καθώς τα προβλήματα της Ιρλανδίας συνεχίζουν να υφίστανται, οι επενδυτές θεωρούν ότι η αξιοπιστία της μειώνεται» (9 Σεπτεμβρίου 2010). Στο εξής, οι επενδυτές φοβούνται την επανάληψη του «ελληνικού σεναρίου», εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών που έχει προκαλέσει η λιτότητα στην Ιρλανδία.

Σήμερα, κανένας πλέον δεν μιλάει για θαύμα. Ωστόσο, από την εμπειρία της Ιρλανδίας μπορούμε να αποκομίσουμε πλήθος διδαγμάτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.

Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% το 2008 και κατά 30% το 2009. Κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών περικοπών, των μισθολογικών περιορισμών και της συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο, κατά 7% το 2009. Με λίγα λόγια, η οικονομική δραστηριότητα έχει γνωρίσει και πολύ καλύτερες εποχές: το 2008, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 3%, ενώ το 2009 έκανε μια βουτιά 11%. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ο «πίθος των Δαναΐδων» της διάσωσης του τραπεζικού τομέα έχει αυξήσει σημαντικά το δημόσιο χρέος. Ενώ το 2001 αντιστοιχούσε στο 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2012 ενδέχεται να ξεπεράσει το 110%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αντιστοιχεί, το 2010, στο... 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 23% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Πρόκειται για πραγματικά ασυνήθιστες εξελίξεις.

Τελευταία πράξη

Μέχρι χθες, οι υπέρμαχοι της λιτότητας συμμερίζονταν τη γνώμη του διευθυντή της σκοτσέζικης εφημερίδας «The Scotsman» και διακήρυσσαν ότι «η ιρλανδική εμπειρία διαψεύδει την κεϊνσιανή κριτική, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιονομικές περικοπές είναι αντιπαραγωγικές γιατί βυθίζουν την οικονομία ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ύφεση» (5 Ιουλίου 2010). Μήπως αυτή η τελευταία μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου πρέπει να τους κάνει να αναθεωρήσουν κάπως τις απόψεις τους;

Πάντως, όσον αφορά το ΔΝΤ, αποκλείεται παρόμοιο ενδεχόμενο. Τον Αύγουστο του 2010, χωρίς να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την έως τώρα στάση του, κάλεσε το Δουβλίνο να «προχωρήσει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών» («Financial Times», 26 Αυγούστου 2010).

(1) Αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole στο «Ship of Fools. How Stupidity and Corruption Sank the Celtic Tiger, Faber and Faber», Λονδίνο 2010.

(2) Perspectives, Μόντρεαλ, 30 Απριλίου 2008.

(3) Συμπεράσματα μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από τη The Americas Society, τον Αύγουστο του 2007.

(4) (ΣτΜ) Οταν η συντηρητική κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ επιχείρησε να ξηλώσει το ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο και στο μετρό ξεκίνησαν απεργία πολλών εβδομάδων, καταλαμβάνοντας τα αμαξοστάσια, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει εντελώς. Καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συντάχθηκε με το μέρος των απεργών -παρά την ταλαιπωρία- η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

(5) 12,5% από το 2003.

(6) Κυβερνητικό φυλλάδιο το οποίο αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole, ό.π.

(7) Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μετράει τη συνολική αξία της παραγωγής μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εθνικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετράει τον πλούτο που παράγεται από τους κατοίκους μιας χώρας, στην εγχώρια αγορά ή αλλού. Συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνει τα κέρδη που εισάγουν στη χώρα από το εξωτερικό οι ξένες πολυεθνικές που την επιλέγουν ως έδρα τους.

(8) Αναφέρεται από τον Jim Ο'Leary στο «External surveillance of Irish fiscal policy during the boom», μπλογκ The Irish Economy, Ιούλιος 2010.

(9) (ΣΤΜ) Το πρώτο ήταν περισσότερο εθνικιστικό και ριζοσπαστικό, ενώ το δεύτερο προτιμούσε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς και συμβιβαζόταν με μικρότερες, σταδιακές κατακτήσεις. Να σημειωθεί ότι, την περίοδο 1922-1923, ξέσπασε ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ρεύματα.

(10) (ΣτΜ) Η Ιρλανδία ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, σημαντική χώρα εξαγωγής μεταναστών και η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ιρλανδική κουλτούρα. Μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, πλήθος Ιρλανδών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει (κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), όταν οι Αγγλοι άποικοι κατάσχεσαν τη γη του.

(11) Το 2009, στην Ιρλανδία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (9 στους 1.000 κατοίκους), με τη Λιθουανία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση αυτής της κατάταξης (4,6 στους 1.000).

(12) (ΣτΕ) Διαβάστε επίσης, «Κ.Ε.»- «Le Monde Diplomatique., «Μύθοι και αλήθειες της Ιρλανδίας», 22/08/2010 και στο Ιντερνετ «Le "miracle" irlandais ne seduit plus les medias» (http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2010-10-01-miracle-irlandais)

*Δημοσιογράφος «Le Monde diplomatique».

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=211597

27.9.10

Η ελληνική κρίση...μερικές σκέψεις...

- Μνημόνιο ή στάση πληρωμών? Η περίπτωση Ντουμπάι. Παλιότερα το “σχέδιο Brady”.
- 4% ύφεση αλλά το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιμένει
- Τις πταίει για την κρίση και τα εσωτερικά και εξωτερικά ελληνικά ελλείμματα???

· ΚΡΙΣΗ: Ο καπιταλισμός???Ναι αλλά η Σκανδιναβία, η Αυστρία, ο Καναδάς, η Αυστραλία κλπ. καπιταλισμό δεν έχουν. Οι μη καπιταλιστικές Κίνα, Κούβα, Βενεζουέλα είναι καλύτερα?

· ΚΡΙΣΗ: Το ελληνικό παράδοξο (φοροδιαφυγή, σπατάλη, διαφθορά κλπ.)? Αλλά η Ισπανία, το Βέλγιο, η Πορτογαλία γιατί βρίσκονται σε αντίστοιχη θέση.

· ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΑ-ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ): Η έλλειψη «ευελιξίας» στη αγορά εργασίας, το μεγάλο κράτος κλπ.???Ναι αλλά η Ιρλανδία (το ευρωπαϊκό νέο-φιλελεύθερο πείραμα) γιατί βρίσκεται στα ίδια χάλια.

· ΤΡΕΧΟΥΣΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ): Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στις επιχειρήσεις??? Ναι αλλά η Εσθονία με σχεδόν μηδενικούς συντελεστές γιατί κατέφυγε στο ΔΝΤ???

30.7.10

Μνημόνιο ή θάνατος


Γράφει ο Κώστας Βεργόπουλος στην Ελευθεροτυπία της 16.07.2010.

Τέλος Μεταπολίτευσης. Ομως, τι ήταν τελικά αυτή; Φάση κοινωνικών κατακτήσεων σε καθυστερημένη κοινωνία ή μήπως διά δόλου μεθόδευση κατάργησης, ακόμη και όσων από πριν υπήρχαν; Ο,τι δεν κατόρθωσαν κεντρο-αριστερο-δεξιές κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης συνοψίζεται σήμερα στο εσχατολογικό δίλημμα, που μόνο «σοσιαλιστική» κυβέρνηση μπόρεσε να διατυπώσει: «Μνημόνιο ή θάνατος», με έμπρακτη σαφή απάντηση «Θάνατος διά του Μνημονίου».
Το Μνημόνιο, ακόμη και αν δεν υπήρχε, έπρεπε να εφευρεθεί, εφόσον εγκαθιστά την ελληνική κοινωνία στην κόλαση, μεταθέτοντας τις ευθύνες στους «ξένους». Θα πρέπει κάποιος να έχει πολύ εξιδανικεύσει τον σοσιαλισμό για να αποδέχεται ότι ο δρόμος προς αυτόν διέρχεται από τη νεοφιλελεύθερη κόλαση. Αφθονούν σήμερα «ιδεαλιστές» κυλισμένοι στις λάσπες για τα ιδανικά τους. Οι νοσηρές αδυναμίες του απερχόμενου συστήματος κηρύσσονται σήμερα ανεπανόρθωτες και οι θεσμοί κατεδαφίζονται, με τη φαντασιοπληξία ότι νέοι υγιείς θα αναδειχθούν αντί των «παλαιών».

Σε πόσο χρόνο, ποιες δυνάμεις, ποια δυναμική, όταν η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία παραμένουν στην κατιούσα; «Οσο πιο επώδυνα τα μέτρα τόσο ριζικότερη η εξυγίανση», διαβεβαιώνεται με «σοσιαλιστικό» μαζοχισμό. Αντιστροφή ειδώλων, φροϊδική «πατροκτονία». Μόνον που, εάν κάποιος γιος δικαιολογείται να επιδιώκει, έστω και σε αργοπορημένη εφηβεία, απαλλαγή από τη σκιά του πατέρα, γιατί άραγε οι συνέπειες να φορτώνονται σε ολόκληρη την κοινωνία -που δεν είναι ούτε μητέρα ούτε πατέρας ούτε καν συγγενής του-, ιδίως στις νέες γενιές, που, ανυποψίαστες των «αμαρτιών» του παρελθόντος, δικαιούνται να προσβλέπουν σε κάποιο μέλλον, από το οποίο σήμερα αποκόπτονται βίαια, εκδικητικά και άγονα; Το σύνδρομο εκδίκησης δεν δημιουργεί νέα πραγματικότητα, ούτε σοσιαλιστική ούτε καν καπιταλιστική, απλώς αντιστρέφει την προηγούμενη. Οι προνομιούχοι της προηγούμενης περιόδου επιτυγχάνουν πάντα να διατηρούν προνόμια και ασυλίες κατά την επόμενη.

Με περικοπές μισθών και συντάξεων, απορρυθμίσεις εργασιακών σχέσεων, προεξοφλείται εξυγίανση των Ταμείων. Ομως, η προγραμματισμένη επέκταση ανεργίας και μερικής απασχόλησης διογκώνει τις δαπάνες, ώστε τελικά, αντί εξυγίανσης, μόνον επιδείνωση της ελλειμματικότητας εξασφαλίζεται.

Γίνεται λόγος για αντιτιθέμενες Σχολές στη διαχείριση της οικονομίας. Ομως, σε οποιαδήποτε Σχολή και εάν εντάσσεται κάποιος, στοιχεία αμείλικτα επιβεβαιώνουν στασιμότητα και συρρίκνωση της αγοραστικής αξίας των μισθών στην πρόσφατη 30ετία, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Τα μερίδια κερδών στο εθνικό εισόδημα διογκώθηκαν, εκείνα της εργασίας συρρικνώθηκαν, ιδίως στη χώρα μας και στη νότια Ευρώπη. Το κενό στο εισόδημα και στη ζήτηση καλύφθηκε με δανεισμό, είτε ιδιωτικό είτε δημόσιο. Η γενικευμένη υπερχρέωση, που αποκαλύφθηκε από το 2008, λειτουργούσε «διορθωτικά» στις ευρυνόμενες ανισότητες εισοδήματος και πλούτου. Η πραγματική διόρθωση θα απαιτούσε σοβαρή αναδιανεμητική πολιτική υπέρ των ασθενεστέρων. Αντ’ αυτής, εφαρμόστηκε η ανταποδοτική πολιτική μοχλεύσεων και δανειακού χρήματος. Στις ΗΠΑ της περιόδου 1960-1980, οι κοινωνικές παροχές αύξαναν το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών κατά 50%. Στην επόμενη 30ετία, 1980-2009, οι παροχές αντικαταστάθηκαν με δάνεια, που αύξησαν το φαινομενικό οικογενειακό εισόδημα κατά 130%. Ομως, τα δάνεια εγγράφονται ως χρέος, που αφαιρείται και δεν προστίθεται στο πραγματικό οικογενειακό εισόδημα. Στη χώρα μας, το μερίδιο των μισθών κατήλθε κάτω του 50% του ΑΕΠ, ενώ η δανειακή εξάρτηση των νοικοκυριών υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ. Το δανειακό εισόδημα διπλασίασε έτσι τη φαινομενική αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Με την αφαίρεση των δανείων, το πραγματικό εισόδημα, εάν δεν απέβη αρνητικό, όπως στην Αμερική, οπωσδήποτε συρρικνώθηκε, ακόμη και σε σχέση με το 1980.

Η τρέχουσα κρίση αποδίδεται σε αφερεγγυότητα των δανειοληπτών, η εποχή της δανειστικής οικονομίας αφορίζεται. Αυτό συνιστά καίριο πλήγμα στη λειτουργία του συστήματος της τελευταίας 30ετίας. Εάν προστεθούν το ελληνικό Μνημόνιο και η ευρωπαϊκή δημοσιονομική λιτότητα, που περικόπτουν περαιτέρω το εργασιακό κόστος και τα κοινωνικά προγράμματα, τότε επιστρέφουμε στην εποχή τού Αγά: «Πονεί δόντι; – Κόβει κεφάλι, δεν πονεί δόντι». Η Ελλάδα, με το χαμηλότερο εργασιακό κόστος ανά μονάδα προϊόντος και το χαμηλότερο μερίδιο εργασίας στο ΑΕΠ, ηγείται της περιστολής του εργασιακού κόστους στην Ευρώπη, με πρόσχημα την ανάκτηση ανταγωνιστικότητας. Ομως έτσι, το οξύ και επείγον πρόβλημα ανισοκατανομής εισοδήματος, βαθύτερη αιτία της σημερινής κρίσης, δεν θεραπεύεται, αλλά περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Αλλά και η ελληνική ανταγωνιστικότητα δεν είναι ευκαταφρόνητη: κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή , «στην πρόσφατη 10ετία, η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδος εξελίχτηκε ευνοϊκότερα από τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης των 27».

Στη διαμάχη του 1930 μεταξύ Κέινς και φιλελευθέρων, παρενέβη ο Ερβιν Φίσερ (1867-1947), ο «μεγαλύτερος Αμερικανός οικονομολόγος», κατά τον Μίλτον Φρίντμαν. Μολονότι της Σχολής τού Σικάγου, με εντιμότητα, ο Φίσερ διαπίστωσε το προφανές: όταν οι τιμές αποκλιμακώνονται, η ανταγωνιστικότητα βελτιώνεται, τα ισοζύγια ισοσκελίζονται, αλλά τα χρέη επιβαρύνονται, η αποπληρωμή αποβαίνει αδύνατη, καθ’ όσον απαιτούνται απείρως περισσότερα πραγματικά αγαθά προς εξυπηρέτηση των δανείων. Ο πληθωρισμός απαξιώνει τα χρέη, ο αποπληθωρισμός επιβαρύνει την πραγματική αξία τους. Εάν τα αγαθά και η τιμή της εργασίας υποτιμηθούν, απαιτούνται περισσότερα αγαθά και εργασία προς αποπληρωμή του χρέους. Ο αποπληθωρισμός συνεπάγεται πρόσθετη απομύζηση του οφειλέτη από τον πιστωτή. Επιεικής λύση σε παρόμοια περίπτωση θα ήταν η συναινετική επαναδιαπραγμάτευση της αποπληρωμής των δανείων, ώστε το εθνικό εισόδημα να αυξάνει και οι οφειλέτες να μη συνθλίβονται με τον αποπληθωρισμό. Στη χώρα μας, η κυβέρνηση παραμένει εκτός πραγματικότητος: ο πληθωρισμός δεν αποκλιμακώνεται, εφόσον δεν οφείλεται στο εργασιακό κόστος, αλλά στη δυσκαμψία του νομίσματος. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποκλιμακώνεται, ενόσω η κυβέρνηση αποκλείει κάθε αναδιάρθρωση του χρέους, το ειδικό βάρος του στο εθνικό εισόδημα δεν θα ελαφρύνεται, αλλά θα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Στην Ελλάδα, πρόβλημα δεν είναι τόσο ο νεοφιλελευθερισμός όσο η ακεραιοφροσύνη και αδιαλλαξία των νεόφυτων και των καθυστερημένα αυτομολούντων προς αυτόν.

15.6.10

Κοινωνική Πολιτική: Αναδιανεμητικά ή με δανεικά???

Όταν συνέβησαν τα παρακάτω γεγονότα δεν είχα πάει καν δημοτικό. Τα ανακάλυψα πρόσφατα. Το άρθρο της «Καθημερινής» αναφέρεται στην παραίτηση Δρεττάκη από υπουργός Οικονομικών το 1982, λόγω της τροποποίησης (ουσιαστικά κατάργησης από τον Παπανδρέου) του Νόμου του Δρετάκη για την φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Η τρέχουσα κρίση του χρέους που βιώνει η Ελλάδα μπορεί να ερμηνευθεί (έστω και μερικώς) και από τον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η «κοινωνική πολιτική» (με εισαγωγικά γιατί ποτέ δεν υλοποιήθηκε με σωστό τρόπο όπως για παράδειγμα στα Δυτικοευρωπαϊκά κράτη) στην Ελλάδα από το ’80 μέχρι σήμερα. Πολιτική που στηρίχθηκε στα δανεικά και όχι στην αναδιανομή του πλούτου στην Ελλάδα.

Αφηγησεις: Πώς ανετράπη ο πρώτος υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ

Η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δηλαδή από τον Οκτώβριο του 1981 μέχρι τον Ιούνιο του 1985 ήταν τόσο θυελλώδης ώστε μέσα στον γενικό ενθουσιασμό των οπαδών του για τις παροχές που βελτίωναν το επίπεδο ζωής των μέχρι χθες αποκλήρων της ελληνικής κοινωνίας, χάθηκαν σοβαρές εκδηλώσεις αυταρχισμού από την πλευρά του Ανδρέα, που παραβίαζαν στοιχειώδεις αρχές κομματικής νομιμότητας, αλλά και πολιτικής ηθικής. Και πράγματι, στη διάρκεια αυτής της τετραετίας, που όπως έδειξε και η δημοσκόπηση της VPRC («Καθημερινή» 12 Δεκεμβρίου 2007), θεωρείται από τους ερωτηθέντες ως η καλύτερη της μεταπολίτευσης, λόγω των οικονομικών παροχών προς εργαζόμενους και αγρότες, διεπράχθη από τον Ανδρέα ομαδική σφαγή των στελεχών πρώτης γραμμής που είχαν επιλεγεί από τον ίδιο για να διευθύνουν την οικονομική πολιτική. Ο πρώτος υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ ο κ. Μανώλης Δρεττάκης παραιτήθηκε οκτώ μόλις μήνες μετά την ανάληψη του χαρτοφυλακίου του, ο υπουργός Συντονισμού κ. Απ. Λάζαρης στην ίδια περίπου περίοδο έμεινε εκτός κυβερνήσεως, γιατί ο Ανδρέας δεν τον συμπεριέλαβε στον ανασχηματισμό του Ιουλίου 1982, ο διαδεχθείς τον Δρεττάκη ως υπουργός Οικονομικών κ. Δημ. Κουλουριάνος, ύστερα από σύντομη θητεία απογοητευμένος υποβάλλει την παραίτησή του και ο διαδεχθείς τον Λάζαρη κ. Γερ. Αρσένης έβγαλε μέχρι τις εκλογές του 1985 μια περιπετειώδη θητεία για να αποπεμφθεί εν συνεχεία από τον Ανδρέα. Ενα σκηνικό όπου «η επανάσταση τρώει τα παιδιά της», είχε στηθεί μέσα στο ΠΑΣΟΚ, με πρωταγωνιστές τον Ανδρέα που αισθανόταν παντοδύναμος και τον κομματικό μηχανισμό που πριόνιζε όσους υπουργούς ήθελαν να δημιουργήσουν μια υγιή οικονομία, και τον Μένιο Κουτσόγιωργα να βυσσοδομεί εναντίον όσων δεν αποδέχονταν το λαϊκίστικο στυλ του.

Για τις περιπετειώδεις θητείες των κ. Λάζαρη, Αρσένη και Κουλουριάνου, έχω ήδη γράψει εκτενή σημειώματα, τα οποία συμπληρώνω τώρα με μια αφήγηση για τη θητεία Δρεττάκη στο υπουργείο της Καραγεώργη Σερβίας, η οποία έληξε πρόωρα και άδικα με την παραίτησή του στις 23 Ιουνίου 1982. Η παραίτηση Δρεττάκη που έγινε για λόγους πολιτικής και ηθικής ευθιξίας, διαφέρει από όλες τις προηγούμενες γιατί απετέλεσε ένα πολιτικό και ηθικό στίγμα για το ΠΑΣΟΚ, αφού ήταν αποτέλεσμα της ωμής παρέμβασης στην οικονομική πολιτική των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Η παρέμβαση αυτή που εκδηλώθηκε, οργανώθηκε και επέτυχε τον στόχο της μέσα στους πρώτους κιόλας μήνες της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, απεκάλυψε τη βαθιά αντίφαση του σοσιαλισμού που είχε επαγγελθεί ο Ανδρέας και είχαν πιστέψει οι οπαδοί του. Οι μη προνομιούχοι που είχαν όντως ευεργετηθεί από τον Ανδρέα με τις μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις, την ΑΤΑ, το ΕΣΥ κ.λπ., δεν είχαν γίνει εξουσία όπως νόμιζαν, αφού τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα μπορούσαν να καταργούν ακόμη και ψηφισμένους από τη Βουλή νόμους και να αρνούνται να πληρώσουν τους οφειλόμενους φόρους.

Και όντως αυτά τα συμφέροντα «έφαγαν» τον Δρεττάκη, αφού τις αξιώσεις τους τις απεδέχθη ο Ανδρέας, ενώ οι συνάδελφοι του κ. Δρεττάκη στο οικονομικό επιτελείο εσιώπησαν. «Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι» γύρισαν την πλάτη στην αυθαιρεσία για να υποστούν σε λίγο διάστημα και αυτοί την ίδια μεταχείριση.

Σύγκρουση

Αλλά ας περιγράψω τα γεγονότα όπως τα έζησα στην πολυτάραχη αυτή περίοδο σαν συντάκτης της «Καθημερινής», υπεύθυνος για το ρεπορτάζ στα υπουργεία Συντονισμού και Οικονομικών. Ο κ. Δρεττάκης είχε ξεκινήσει στο τέλος Οκτωβρίου 1981 ομαλά την υπουργία του στην Καραγεώργη Σερβίας, παρότι ο δύσκολος χαρακτήρας του τον είχε φέρει σε κάθετη σύγκρουση με τη Νέα Δημοκρατία και τον προκάτοχό του υπουργό κ. Μιλτ. Εβερτ. Εκανε απογραφή στο υπουργείο και ισχυρίσθηκε ότι ο Εβερτ του άφησε κρυφά χρέη 250 δισ. δρχ. Για να τα καλύψει σύναψε δάνειο από την Τράπεζα της Ελλάδος και έτσι αυτά τα χρέη μεταφέρθηκαν στο δημόσιο χρέος της χώρας. Εφτιαξε έναν προϋπολογισμό που τα πήγε καλά στην εκτέλεσή του (το 1982 και το δημόσιο έλλειμμα και ο πληθωρισμός ήταν χαμηλότερα του 1981) και άρχισε να μπαίνει μια τάξη στα δημόσια οικονομικά, παρ’ ότι οι δαπάνες επιβαρύνθηκαν με την καταβολή της ΑΤΑ στους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους που ήταν βασική προεκλογική επαγγελία του ΠΑΣΟΚ.

Αλλωστε, ο Δρεττάκης στη δράση του στο υπουργείο Οικονομικών είχε σαν οδηγό προσανατολισμού τη διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ που είχε εγκριθεί τον Ιούλιο του 1981 από την Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και είχε επαναληφθεί σαν κυβερνητική δέσμευση στις προγραμματικές δηλώσεις του Ανδρέα στη Βουλή τον Νοέμβριο του 1981. Στο πλαίσιο αυτών των δεσμεύσεων ο κ. Δρεττάκης ετοίμασε ένα φορολογικό νομοσχέδιο στο οποίο συμπεριελήφθησαν οι πρώτες ιδέες για τις αντικειμενικές αξίες στα ακίνητα κ.λπ. Η κρίση όμως που κατέληξε στην παραίτηση άρχισε να κυοφορείται από τη στιγμή που ο Δρεττάκης απεφάσισε να κάνει πράξη τη φορολογία στα ακίνητα που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Ετοίμασε με επιμέλεια το σχετικό νομοσχέδιο και το έθεσε υπόψη του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, του λεγομένου ΚΥΣΟΠ.

Στη συνεδρίαση αυτή του ΚΥΣΟΠ που έγινε πριν από το Πάσχα του 1982 προήδρευε ο Ανδρέας Παπανδρέου και μετείχαν ο Λάζαρης, ως υπουργός Συντονισμού, ο Αρσένης ως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο Κουλουριάνος ως διοικητής της ΕΤΒΑ, ο Γεννηματάς ως υπουργός Εσωτερικών και ο υπουργός Οικονομικών κ. Μανόλης Δρεττάκης. Ο τελευταίος εισηγήθηκε τις βασικές αρχές του νομοσχεδίου που είχε αρχίσει να συντάσσει και το ΚΥΣΟΠ ομόφωνα έδωσε τη συγκατάθεσή του. Προβλεπόταν αφορολόγητο 25 εκατομμυρίων και η φορολόγηση γινόταν κλιμακωτά με αυξανόμενους συντελεστές, ανάλογα με το ύψος της περιουσίας.

Ενθουσιασμένος ο Δρεττάκης προώθησε το νομοσχέδιο στη Βουλή όπου ψηφίσθηκε πανηγυρικά τον Μάιο του 1982 και ετέθη αμέσως σε εφαρμογή. Σε λίγες ημέρες μάλιστα είχαν υποβληθεί πάνω από 1 εκατομμύριο δηλώσεις φορολογουμένων με αναγραφή της ακίνητης περιουσίας τους. Και ακριβώς, αυτή τη στιγμή του θριάμβου, αφού το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ φορολογούσε τον πλούτο όπως αυτός εκφραζόταν με την ακίνητη περιουσία, ξεσπάει σαν κεραυνός η κρίση. Ο Δρεττάκης ειδοποιείται από το Καστρί ότι ο Ανδρέας απεφάσισε να τροποποιήσει τον νόμο και να ορίσει ότι δήλωση υπαγωγής στη φορολογία ακίνητης περιουσίας θα κάνει προαιρετικά όποιος εκτιμά ότι η αξία της υπερβαίνει τα όρια του νόμου. Ο Δρεττάκης αισθάνεται κεραυνόπληκτος και δηλώνει ότι εάν ο πρωθυπουργός προβεί σε τέτοια ανακοίνωση, αυτός θα παραιτηθεί. Και όμως, ο Ανδρέας με την παντοδυναμία που είχε εκείνη την εποχή, το απετόλμησε. Με μια απλή δήλωσή του στη Βουλή ανακοίνωσε την τροποποίηση ψηφισμένου από τη Βουλή νόμου. «Χωρίς λύπη, χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ», όπως λέγει και ο Καβάφης, η ηθική, πολιτική και συνταγματική τάξη κατελύθη και ουδείς υπουργός ή βουλευτής του ΠΑΣΟΚ εψέλλισε μια αντίρρηση! Μόνο αργότερα ο Κουλουριάνος που τον διεδέχθη στο υπουργείο Οικονομικών προσπάθησε να επανορθώσει, αλλά ο Γεννηματάς δεν δέχθηκε την είσπραξη του φόρου από τους δήμους.

Τι είχε συμβεί, όμως, για να αλλάξει μέσα σε λίγες ημέρες γραμμή ο Ανδρέας; Η αλήθεια είναι ότι εναντίον του νόμου του Δρεττάκη υπήρξε μια έντονη αντίδραση από ισχυρά συμφέροντα που ξεκινούσαν από την Εκκλησία (της οποίας η μεγάλη περιουσία θα εξοντωνόταν φορολογικά), περνούσαν από τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών και έφθαναν στους μεγαλοξενοδόχους. Ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και στενός φίλος του Ανδρέα κ. Στέλιος Παναγόπουλος, είχε σπεύσει στο Καστρί για να τον προειδοποιήσει ότι η εφαρμογή του νόμου του Δρεττάκη θα αποδεικνυόταν καταστροφική για την οικονομία. Ακόμη και ο γαμβρός του, ο Θόδωρος Κατσανέβας μια μέρα που γύριζαν μαζί το απόγευμα από το Λαγονήσι, του είπε «αν ήξερες τι φόρο θα πληρώσεις για το Καστρί δεν θα κοιμόσουν». Βέβαια, ο Κατσανέβας αργότερα μου είπε ότι επί της αρχής ήταν σύμφωνος με τον νόμο, πίστευε όμως ότι ορισμένα ιστορικά κτίρια, όπως π.χ. το Καστρί έπρεπε να εξαιρεθούν, διαφορετικά οι ιδιοκτήτες τους θα έπρεπε να τα κάνουν μεζονέτες για να πληρώσουν τους φόρους!

Ο Δρεττάκης έσπευσε στο Καστρί με δύο παραιτήσεις στην τσέπη. Την παραίτηση από υπουργός και την παραίτηση από βουλευτής. Ο Ανδρέας δεν τις απεδέχθη και μέρες ολόκληρες προσπαθούσε να τον μεταπείσει λέγοντάς του: «Μανόλη πρέπει να μείνεις» και στη συνέχεια του προσέφερε άλλο υπουργείο. Ο Δρεττάκης, όμως, ήταν ανένδοτος και έφυγε από το υπουργείο Οικονομικών με το κεφάλι ψηλά. Από το αξίωμα του βουλευτή παραιτήθηκε δύο χρόνια αργότερα, το 1984. Ολα αυτά τα χρόνια δεν μίλησε ποτέ για όσα υπέστη αυτές τις δύσκολες ημέρες του Ιουνίου του 1982. Δεν κατονόμασε τα συμφέροντα που τον πολέμησαν, ούτε και εξέφρασε την πικρία του για τους συντρόφους του που δεν τον στήριξαν. Σήκωσε μόνος του και με σεμνότητα τον σταυρό του μαρτυρίου.

Πηγή: Καθημερινή

10.6.10

Πτώση του Ευρώ: Καταστροφή ή ευκαιρία για την Ευρώπη?

ΗΠΑ: Απειλή για τον κλάδο μεταποίησης η υποτίμηση του ευρώ

NAFTEMPORIKI.GR Πέμπτη, 10 Ιουνίου 2010 13:37
Αναδυόμενη απειλή αποτελεί για τον μεταποιητικό κλάδο των Ηνωμένων Πολιτειών η συνεχής υποτίμηση του ευρώ, το οποίο υποχώρησε στα χαμηλά τετραετίας στις αρχές της εβδομάδας.

Εάν το ευρώ [EUR=X] Σχετικά άρθρα παραμείνει στο τρέχον επίπεδο των 1,20 δολαρίων για τον υπόλοιπο χρόνο, τα ετήσια κέρδη ανά μετοχή είναι πιθανό να μειωθούν κατά 7 σεντ, εκτιμούν τα διοικητικά στελέχη της 3M Co και της Honeywell International Inc.

Οι προσδοκίες αυτές βαρύνουν το θετικό μέχρι πρότινος κλίμα που είχε καλλιεργηθεί μετά την αύξηση των παραγγελιών, αναφέρει το Reuters.

«Εάν δεν υπήρχε το ευρώ, θα συζητούσαμε διαφορετικά τώρα», τονίζει ο Άρι Μπούσμπιμπ, ο οποίος επιβλέπει τις δραστηριότητες της United Tech. Όταν η εταιρεία διατύπωνε τις ετήσιες προβλέψεις της τον Δεκέμβριο, εκτιμούσε ότι το ευρώ θα κυμαίνεται περίπου στα 1,48 δολάρια για τη διάρκεια του έτους.

Η εντεινόμενη αγωνία για την ανταγωνιστικότητα της αμερικανικής βιομηχανίας παρέσυρε σε πτώση τις μετοχές του μεταποιητικού κλάδου, οι οποίες υποχώρησε πιο γρήγορα από την υπόλοιπη αγορά στη διάρκεια της τελευταίας διάρθρωσης.

7.6.10

Στιβ Χάνκε «Κάντε το όπως το Ντουμπάι»

«Δεν θα βρεθείτε εκτός ευρωζώνης αν “κουρέψετε” το χρέος» λέει ο αμερικανός οικονομολόγος που χειρίστηκε προ μηνών την κρίση του εμιράτου

ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ | Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

«Η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει αν δεν επιτύχει την αναδιαπραγμάτευση του χρέους της» δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ο Στιβ Χάνκε , καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ, και η άποψή του έκανε τον γύρο του κόσμου μέσω του
πρακτορείου Βloomberg. «Το Βήμα» επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί του στο καθηγητικό του γραφείο στη Βαλτιμόρη και του ζήτησε περισσότερες εξηγήσεις.

- Είπατε ότι «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια θανάσιμη περιδίνηση που θα καταλήξει στη χρεοκοπία αν δεν επιτευχθεί αναδιαπραγμάτευση». Πού βασίζετε αυτή την άποψη; «Αν εξετάσετε το ύψος του χρέους και τις δυνατότητες ανάπτυξης στην Ελλάδα, θα διαπιστώσετε ότι υπάρχει μεγάλη αναντιστοιχία. Η δική μου άποψη- και έχω πολλές ανάλογες εμπειρίες (συμπεριλαμβανομένης της Αργεντινής)- είναι ότι δεν θα μπορέσετε να αποπληρώσετε το χρέος και επομένως πιστεύω ότι το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση έκαναν λάθος εκτίμηση. Αντί για τη χαοτική εκδοχή της χρεοκοπίας, η δική μου πρόταση είναι η ελάφρυνση του “βάρους” από το χρέος. Δηλαδή, οι πιστωτές που δάνεισαν χρήματα στην Ελλάδα να δεχθούν εθελοντικά μια περικοπή (haircut) ύστερα από διαπραγμάτευση. Αυτό θα σας ανακουφίσει άμεσα από την πίεση και θα σας επιτρέψει να δείτε έστω και αμυδρό φως στο βάθος του τούνελ. Για να φτάσετε στην άκρη του βέβαια θα χρειαστείτε μεγάλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να επαναφέρετε την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Γιατί στο οικονομικό σας σύστημα κυριαρχούν σε τέτοιον βαθμό ο κρατισμός, η γραφειοκρατία και η ενδημική διαφθορά ώστε χρειάζεστε “γενική επισκευή”».

- Οι περισσότεροι αναλυτές στην Ελλάδα εκτιμούν ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να βρεθούμε εκτός ευρωζώνης αν προχωρήσουμε σε αναδιάρθρωση του χρέους και ότι κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την κοινωνία. «Δεν θα βρεθείτε εκτός ευρωζώνης αν προχωρήσετε σε αναδιάρθρωση του χρέους. Είναι δύο ξεχωριστά πράγματα».

- Πώς το λέτε αυτό όταν η ίδια η Γερμανία τα συνδέει ευθέως;

«Εσείς οι Ελληνες τα συνδέετε και εσείς οδηγήσατε τα πράγματα ως εδώ. Η αλήθεια είναι ότι η νέα κυβέρνηση μπήκε στο παιχνίδι με πολύ “κακό φύλλο”, οι προηγούμενοι της μοίρασαν “απαίσια χαρτιά”, αλλά πήρε με το «καλημέρα» λάθος αποφάσεις. Θα έπρεπε αμέσως μόλις εκτιμήσουν την κατάσταση να πουν: “Δεν μπορούμε να αποπληρώσουμε το χρέος μας, θα χρειαστεί να προχωρήσουμε σε εθελοντική αναδιάρθρωση. Θα συναντηθούμε και θα συνεννοηθούμε με τους πιστωτές μας”. Αυτό συνέβη στο Ντουμπάι και το γνωρίζω καλά γιατί έλαβα μέρος στη διαδικασία ως σύμβουλος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Τώρα η κατάσταση εκεί αρχίζει να βελτιώνεται γιατί οι πιστωτές συζήτησαν με τους οφειλέτες για την περικοπή, το “κούρεμα” του χρέους. Η διαδικασία είναι σε εξέλιξη και ήδη υπάρχουν συμφωνίες για μεγάλα τμήματα του χρέους. Ο λόγος που προχωράει η υπόθεση στο Ντουμπάι είναι ότι ειδικοί αποφάσισαν εγκαίρως πως δεν μπορούν να πληρώσουν. Αντιθέτως, στην Ελλάδα επιδιώξατε ένα σχέδιο σωτηρίας το οποίο προβλέπει ότι οι πιστωτές σας θα λάβουν το 100% των χρημάτων τους».

- Αν ωστόσο εναλλακτική μας ήταν να βρεθούμε εκτός ευρωζώνης και να επιστρέψουμε στη δραχμή, δεν πιστεύετε ότι πράξαμε ορθά;

«Ψευδοδίλημμα είναι αυτό που θέτετε. Δεν συμφωνώ καθόλου».

- Υποστηρίζετε, δηλαδή, ότι θα μας επιτρέψουν να παραμείνουμε στην ευρωζώνη μετά την αναδιάρθρωση του χρέους.

«Δεν θα σας διώξουν από την ευρωζώνη. Επιτρέψτε μου να γίνω σαφέστερος. Τα άλλα μέλη της ομάδας δεν θέλουν να σας διώξουν γιατί θα δημιουργηθεί χάος. Θα αναγκαστούν να το δουν ρεαλιστικά. Ας το σκεφθούμε λοιπόν ξανά: αν υπάρξει εθελοντική αναδιαπραγμάτευση του χρέους και όλοι οι πιστωτές συμφωνήσουν με την Ελλάδα για το “κούρεμα”, τότε θα μπείτε στο σωστό μονοπάτι για να βγείτε από την κρίση. Αντιθέτως, τώρα σας επιβάλλουν μια εξαιρετικά οδυνηρή διαδικασία, όπως συνέβη και στην Αργεντινή, η οποία απλώς μεταθέτει το αναπόδραστο.

Κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα χρήματα του πακέτου και οι πάντες θα συνειδητοποιήσουν το αυτονόητο γιατί η οικονομία δεν θα αναπτύσσεται. Δεν χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα για να το καταλάβεις. Συνήθως το ΔΝΤ αντιμετωπίζει σχετικά εύκολα αντίστοιχες κρίσεις, ωστόσο η εμπλοκή της ΕΕ δυσκολεύει τα πράγματα. Βάζουν το ένα χανζαπλάστ πάνω στο άλλο και παρατείνουν το πρόβλημα αντί να το λύσουν».

- Υπάρχει φόβος πως, αν προχωρήσουμε σε αναδιαπραγμάτευση,θα προκληθεί πανικός και θα απειληθούν οι καταθέσεις.

«Δεν είναι ρεαλιστικός αυτός ο φόβος. Η διαδικασία του “κουρέματος” του χρέους στο Ντουμπάι δεν οδήγησε στο κλείσιμο καμίας τράπεζας ούτε για μία ημέρα και δεν απειλήθηκαν καταθέσεις».

- Πιστεύετε ότι πρέπει να μειωθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως προτείνει το ΔΝΤ;

«Οχι. Να μειωθεί ο φόρος επί των μισθών που καταβάλλουν οι μισθωτοί και οι εργοδότες. Ετσι θα περιορισθεί αμέσως το μισθολογικό κόστος χωρίς να μειωθεί το εισόδημα που βάζουν στην τσέπη τους οι εργαζόμενοι. Αυτό θα οδηγήσει στην ένταξη πολλών αδήλωτων εργαζομένων σε συνθήκες νόμιμης απασχόλησης και θα στηρίξει την ανταγωνιστικότητα, γιατί η νόμιμη οικονομία στηρίζει την παραγωγικότητα πολύ περισσότερο από ό,τι η μαύρη. Θα μου πείτε, πώς θα ισοφαρίσει το κράτος την απώλεια εσόδων; Η απάντηση είναι η εναρμόνιση των τριών διαφορετικών συντελεστών ΦΠΑ σε έναν, στο 19% και όχι στο 23%».

- Τι θα γίνει όμως με τα νοικοκυριά που λαμβάνουν ήδη χαμηλότερους μισθούς και θα πληρώνουν ακριβότερα τα προϊόντα;

«Θα υπάρξει όντως αύξηση των τιμών στην αγορά γιατί το μέσο επίπεδο του ΦΠΑ θα αυξηθεί, ωστόσο δεν θα προκληθεί πληθωριστικό κύμα όπως την εποχή που είχατε τη δραχμή. Μετά την αύξηση ο ρυθμός του πληθωρισμού θα επανέλθει σε κανονικά επίπεδα».

AΠΟ ΤΑ 23,5 ΔΙΣ.ΔΟΛΑΡΙΑ ΣΤΑ 14,4 ΔΙΣ.ΔΟΛΑΡΙΑ
Πώς το εμιράτο έκανε αναδιάρθρωση χρέους

Αραβες επενδυτές παρακολουθούν την πορεία του χρηματιστηρίου στο Ντουμπάι. Το αραβικό εμιράτο ήρθε σε συμφωνία με τους πιστωτές του για «κούρεμα» του χρέους κατά 39%
2000-2008: Το φτωχό σε πετρέλαιο εμιράτο χρηματοδοτεί με δανεικά «φούσκα» ακινήτων μέσω κρατικών εταιρειών (Dubai World,κατασκευαστική Νakheel).

2009: Η διεθνής κρίση οδηγεί σε κατάρρευση τιμών ακινήτων και σε σκάσιμο της «φούσκας».

Νοέμβριος 2009: Το εμιράτο αδυνατεί να αποπληρώσει χρέη 26 δισ.δολαρίων και ανακοινώνει εξάμηνο «πάγωμα» των οφειλών.Αναστάτωση στις αγορές.

Δεκέμβριος 2009: Το πλούσιο σε πετρέλαιο γειτονικό Αμπου Ντάμπι στηρίζει το Ντουμπάι με 10 δισ.δολάρια.Μερική ανακούφιση στις αγορές.

21 Μαρτίου 2010: Το Ντουμπάι παρουσιάζει σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους και ξεκινά διαπραγματεύσεις με εκπροσώπους των πιστωτών για επιμήκυνση ή περικοπή («κούρεμα») χρέους.

20 Μαΐου 2010: Ανακοινώνεται η συμφωνία με την επιτροπή των 90 πιστωτών (ανάμεσά τους οι τράπεζες ΗSΒC, Royal Βank of Scotland,Βank of Tokyo) για «κούρεμα» του χρέους κατά 39%,από τα 23,5 δισ.δολάρια στα 14,4 δισ.δολάρια,και παράλληλη επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής: τα 4,4 δισ.

δολάρια σε πέντε χρόνια,τα υπόλοιπα 10 δισ.δολάρια σε οκτώ.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=32&artid=335737&dt=06/06/2010#ixzz0q9RS6qCI

13.5.10

Ο Tρισέ, ο Γκράμσι και η φιλελεύθερη οικονομία.

ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ (ΑΥΓΗ, 7.4.2010)

Ολόκληρη η ευρωπαϊκή αριστερά χρωστά μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Ζαν Κλοντ Τρισέ. Πολλοί θεώρησαν την απόφαση ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να δέχεται τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών πιο σημαντική από την άλλη απόφαση των πολιτικών της Ευρώπης για στήριξη των αδύναμων οικονομιών αν χρειαστεί. Και νομίζω ότι έχουν δίκαιο. Η απόφαση της ΕΚΤ λογικά θα αμβλύνει κάπως τα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών αλλά και της κυβέρνησης. Δεν αλλάζουν, βέβαια, οι βασικοί παράμετροι που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, ούτε το γεγονός ότι η μόνη στρατηγική που έχει συναποφασιστεί από την κυβέρνηση και την Ε.Ε. βασίζεται σε μια μακρά περίοδο ύφεσης και μείωσης μισθών για να ξαναποκτηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αλλά μια μικρή ανακούφιση ίσως να υπάρξει.

Η ευγνωμοσύνη μας όμως δεν αφορά τόσο στο αποτέλεσμα όσο στη μέθοδο. Ο Tρισέ ανακοίνωσε στις 25 Μαρτίου ότι θα αγνοήσει σε έναν βαθμό τη βαθμολόγηση των οίκων αξιολόγησης για την αξιοπιστία των κρατικών ομολόγων. Είπε, δηλαδή, ότι θα αντιμετωπίσει τις χρηματαγορές πολιτικά. Κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Στις σημειώσεις του από τη φυλακή στον Μεσοπόλεμο, ο Γκράμσι ανέδειξε ότι η οικονομία της αγοράς δεν αποτελεί ένα φυσικό φαινόμενο, όπως υπονοούν οι αρχές της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας. Όπως και όλα τα ρυθμιστικά πλαίσια που μπορεί να φανταστεί κανείς, ο ρυθμιστικός ρόλος των αγορών συγκροτείται και διατηρείται από συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις με συγκεκριμένες παρεμβάσεις. Ότι στην Ε.Ε. οι χρηματαγορές θα παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση επιχειρήσεων και οικονομιών έχει συναποφασιστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες από τις κυρίαρχες δυνάμεις της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Αυτό αποδεικνύεται από την άρση των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίου, την προώθηση του αγγλοσαξονικού χρηματοπιστωτικού μοντέλου που βασίζεται λιγότερο στον έλεγχο των τραπεζών και περισσότερο στις αγορές, και από πολλές άλλες μεγάλες και μικρές αποφάσεις.

Ο Tρισέ απέδειξε ότι όσο χρήσιμες για ιδεολογικούς σκοπούς κι αν είναι οι νεοφιλελεύθερες μυθοπλασίες περί φυσικότητας των αγορών, το συμφέρον των τάξεων που αντιπροσωπεύει συχνά θα διατάσει παρεμβάσεις που θα αναιρούν στην πράξη τις αρχές της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας. Μπορεί ο Πρετεντέρης να συνεχίζει κάθε βράδυ να μας «εκπαιδεύει» στο ότι δεν έχει σημασία τι λέει ο ένας ή ο άλλος πολιτικός αλλά τι λένε οι αγορές, όμως τώρα έχει αποδειχθεί το αντίθετο από την πιο επίσημη πηγή που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Σε σχέση με τις χρηματαγορές, η πολιτική μετράει.

Με αυτή την έννοια η παρέμβαση σε σχέση με τις χρηματαγορές είναι πάντα θέμα δοσολογίας. Μπορούμε να φανταστούμε ένα συνεχές που αρχίζει από την απόφαση Tρισέ, περνάει στη φορολόγηση χρηματοπιστωτικών συναλλαγών όπως πρότεινε ο James Tobin, συνεχίζει με περιορισμούς στις κινήσεις κεφαλαίου και φτάνει μέχρι την κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για όλες αυτές τις παρεμβάσεις θα υπάρχουν πολλά τεχνικά ζητήματα, και ζητήματα αποτελεσματικότητας. Ένας άλλος συσχετισμός δυνάμεων που θα θέλει το χρηματοπιστωτικό σύστημα να παίξει έναν πολύ διαφορετικό ρόλο, να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των πολλών, οφείλει να μην το ξεχνά αυτό.

Αλλά η ιδεολογία της φυσικότητας των αγορών, ως μια εξωτερική δύναμη πάνω από εμάς που μας επηρεάζει χωρίς να μπορούμε να την επηρεάσουμε, έχει δημιουργήσει πολλά εμπόδια για τη στρατηγική της αριστεράς. Δεν είναι πάντα εύκολο να αντιμετωπίσεις μια ιδεολογία αποκλειστικά στο πεδίο της ιδεολογίας. Γι’ αυτό η πράξη του Tρισέ έχει τόση σημασία. Αναδεικνύει πρακτικά ότι δεν αντιμετωπίζουμε ένα φυσικό φαινόμενο που δεν σηκώνει πολιτικές παρεμβάσεις. Και αυτό εν δυνάμει μπορεί να παίξει μεγαλύτερο ρόλο αποδόμησης της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας από χιλιάδες ιδεολογικά κείμενα δικά μας. Και γι’ αυτό του οφείλουμε ένα ευχαριστώ.

Πηγή: http://kokkinoprasinodiktyo.wordpress.com/

12.5.10

Ποιον βολεύει το "ισχυρό" Ευρώ?

Έχουμε αναφέρει κατ’ επανάληψη ότι ένα από τα βασικά δομικά προβλήματα της ευρωζώνης -τουλάχιστον όσον αφορά τους λαούς της και όχι τις τράπεζές της- είναι το ισχυρό ευρώ. Εκτός των τραπεζών όμως το ισχυρό ευρώ εξυπηρετεί την οικονομία των Η.Π.Α., αφού ισχυρό ευρώ σημαίνει χαλαρό δολάριο. Εξάλλου οι ισοτιμίες είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Δεν μπορούν όλα τα νομίσματα να είναι ισχυρά ταυτόχρονα. Όταν αυξάνεται η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος αυτό γίνεται γιατί διολισθαίνει η ισοτιμία ενός άλλου. Η οικονομία των Η.Π.Α. φαίνεται ότι δεν μπορεί να βγει από τον φαύλο κύκλο των δίδυμων ελλειμμάτων. Μικρές ανάσες ενδεχομένως μπορούν να δοθούν με την αποδυνάμωση του δολαρίου έναντι του Ευρώ. Συνεπώς και οι Η.Π.Α. μαζί με το ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο εξυπηρετούνται από το ισχυρό ευρώ.

Αντιγράφω από το RGE (Roubini Global Economics) τα νέα στοιχεία για την περαιτέρω επιδείνωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α. (το ένα εκ των διδύμων):

U.S. Trade Deficit Widens as Imports Maintain Gains

  • The U.S. trade deficit widened by 2.5% to reach US$40.4 billion in March 2010, the largest deficit since December 2008, after widening by 6.7% m/m in January 2010. Both imports and exports of goods rose in March, but the strong gain in imports caused the goods deficit to widen by 3.54%. Partially offsetting was the improvement in the services surplus, which grew 6.97%, as services imports contracted 1.27% in March. The widening of the deficit came from a 7.8% widening of the petroleum deficit, while the non-petroleum deficit narrowed by 1.1% in March. The real trade deficit widened by 3.64% m/m in March, the U.S. Bureau of Economic Analysis (BEA) reported on May 12. While exports have continued to post gains in early 2010, imports have been getting a boost from the inventory restocking cycle, fuel imports and a pickup in consumer spending, causing the deficit to widen.

29.4.10

Μαρξιστική προσέγγιση του Δημοσίου Χρέους

Το χρέος τους είναι πλούτος που μας ανήκει!

«Το δημόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούλημα του κράτους - αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος - βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους (...). Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo (πιστεύω) του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος.
*
Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν σε μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νάναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα.
*
Ασχετα όμως κι από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργείται μ' αυτόν τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο έθνος - καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τους προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου από τον ουρανό - το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία.
*
Οι στολισμένες με εθνικούς τίτλους μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννησή τους απλώς εταιρίες ιδιωτών σπεκουλάντηδων, που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που, χάρη στα προνόμια που πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ' αυτές χρήματα. Γι' αυτό η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο των μετοχών αυτών των τραπεζών, που η πλέρια ανάπτυξή τους χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694).
*
Η Τράπεζα της Αγγλίας άρχισε τη δράση της δανείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματά της με τόκο 8%. (...) Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό αυτό χρήμα, που δημιούργησε η ίδια, έγινε το νόμισμα, με το όποιο η Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημοσίου χρέους. Και σα να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με το ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα με τ' άλλο, έμενε, ακόμα και τη στιγμή που εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα που είχε δώσει. Σιγά - σιγά έγινε ο αναπόφευχτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού της χώρας και το κέντρο έλξης όλης της εμπορικής πίστης. Τον ίδιο καιρό που έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν να κρεμούν παραχαράκτες τραπεζογραμματίων. Ποια είναι η εντύπωση που προκάλεσε στους συγχρόνους τους η ξαφνική εμφάνιση αυτής της φάρας των τραπεζοκρατών, χρηματιστών, εισοδηματιών, μεσιτών, σπεκουλάντηδων και σκυλόψαρων του χρηματιστηρίου, το δείχνουν τα γραφτά του καιρού εκείνου, λ.χ. του Μπόλινμπροκ.
*
Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, που συχνά για τούτον ή για κείνον το λαό αποτελεί μιαν από τις κρυφές πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ετσι, οι προστυχιές του βενετσιάνικου ληστρικού συστήματος αποτελούν μια τέτοια κρυφή βάση του κεφαλαιϊκού πλούτου της Ολλανδίας, που η Βενετία της παρακμής της δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις Ολλανδίας και Αγγλίας. Στις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουν υπερφαλαγγιστεί κατά πολύ οι μανουφακτούρες της Ολλανδίας, που έχει παύσει να είναι κυρίαρχο εμπορικό και βιομηχανικό έθνος. Γι' αυτό από το 1701 έως το 1776 μια από τις κύριες επιχειρήσεις της Ολλανδίας είναι να δανείζει τεράστια κεφάλαια, ειδικά στον ισχυρό ανταγωνιστή της, την Αγγλία. Κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα και ανάμεσα στην Αγγλία και τις Ενωμένες Πολιτείες. Πολλά κεφάλαια, που εμφανίζονται σήμερα στις Ενωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, είναι, αίμα παιδιών που μόλις χτες έχει κεφαλαιοποιηθεί στην Αγγλία.
*
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεολυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν' αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων εκτάκτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Ετσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, - που άξονάς του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμά τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή (...).
*
Ο μεγάλος ρόλος, που το δημόσιο χρέος και το αντίστοιχό του φορολογικό σύστημα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση των μαζών, ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόμπετ, τον Ντάμπλνταιη και άλλους, να κάνουν το λάθος ν' αναζητούν σ' αυτό τη βασική αιτία της αθλιότητας των συγχρόνων λαών».
*
(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», Τόμος Α', σελ. 779 - 781)
Πηγή: Ριζοσπάστης
και εδώ: http://tvxs.gr/news/%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B1%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CF%80%CE%B1%CE%BD/%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%BE-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%AD%CE%BF%CF%82

28.4.10

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΟ ΔΝΤ

25.04.10

Εξακολουθεί η Ελλάδα να είναι παγκόσμιο πειραματόζωο

Του
Γιάννη Δραγασάκη*


Σε ό, τι αφορά στην Ελλάδα. Η συμβολή του μηχανισμού στη διαχείριση του χρέους είναι αμφίβολη. Δεν αποκλείεται, λένε οι ειδικοί, να συνεχίσουν ν’ ανεβαίνουν τα spreads, διότι οι ιδιώτες κάτοχοι των ομολόγων, ξέροντας ότι η πολιτική του ΔΝΤ θα δημιουργήσει ύφεση, θα αμφιβάλουν τώρα πια όχι για το δημόσιο αυτό καθ’ εαυτό αλλά για το αν μια χώρα σε ύφεση θα μπορεί κάποτε να εξασφαλίσει την αποπληρωμή του συσσωρεμένου χρέους. Άρα το έδαφος παραμένει ολισθηρό, και να είμαστε ανοιχτοί σε νέες, ακόμη χειρότερες εκδοχές της ελληνικής κρίσης.

Σε ό, τι αφορά στα μέτρα, αφενός υλοποιείται το πρόγραμμα που ήδη έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση στις 3 Μάρτη. Τώρα το Δ.Ν.Τ. θα ζητήσει η μείωση μισθών να επεκταθεί και στον ιδιωτικό τομέα. Η λογική τους είναι ότι ‘εφόσον δεν έχετε εθνικό νόμισμα να υποτιμήσετε, πρέπει να υποτιμήσετε τους μισθούς’. Λένε τιμές και μισθούς, αλλά επειδή οι τιμές δεν πέφτουν λόγω της μονοπωλιακής διάρθρωσης της οικονομίας θα έχουμε μείωση μισθών.
Το δεύτερο μεγάλο θύμα είναι το ασφαλιστικό όπου εδώ δεν είναι απλά η περικοπή των συντάξεων, η άνοδος των ορίων ηλικίας κτλ. Είναι πιο επιθετικός, απαιτείται η διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης όπως τη γνωρίσαμε, ο διαχωρισμός της σε δύο συντάξεις, μια εθνική της τάξης των 300 - 360 ευρώ το πολύ και από εκεί και πέρα μια ανταποδοτική σύνταξη.
Ο στρατηγικός στόχος εδώ είναι ο εξής: επειδή προβλέπεται ότι σε μια φθίνουσα οικονομία θα επέλθει στο μέλλον σύγκρουση και δυσκολία σ΄ ό, τι αφορά στη διανομή της πίτας ανάμεσα σε τόκους και συντάξεις, ο στόχος είναι να διασφαλιστεί από τώρα με τρόπο θεσμικό ότι η αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις δεν θα απειλήσουν τις προσόδους των πιστωτών.
Γι’ αυτό απαιτούν να θεσμοθετηθεί ότι το κονδύλι για τις συντάξεις θα είναι σταθερό αιωνίως, ως το 2050, και δεν θα υπερβαίνει αυτό που ήταν το 2008 δηλαδή 4,5% του ΑΕΠ, τόσο πρέπει να είναι και το 2020 και το 2030 και 2040, παρ’ όλο που οι συνταξιούχοι θα διπλασιασθούν! Αυτό είναι το κλειδί, κατά την άποψή μου, του σχεδίου και η έλευση του ΔΝΤ σε μεγάλο βαθμό γίνεται για να επιβληθεί αυτή η ρύθμιση «βόμβα» στα θεμέλια της κοινωνίας για όλα τα επόμενα χρόνια.
Δεν θα επεκταθώ σε άλλα μέτρα, είναι προφανές ότι θα έχουμε και νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, απελευθερώσεων κλπ, και όλα αυτά θα δικαιολογηθούν στο όνομα της ανάπτυξης.

Στην παγίδα του χρέους

Οι συνέπειες πρέπει να μελετηθούν. Με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα φαίνεται ότι θα έχουμε ύφεση απροσδιόριστης έντασης και διάρκειας. Ήδη εκτιμούν από -2% έως -4% για φέτος. Η δεύτερη διάσταση είναι η ανεργία, τουλάχιστον 12% - 13% για τα επόμενα δυο χρόνια, που σημαίνει πραγματική πάνω από 15%. Αναδιάρθρωση της οικονομίας με κλείσιμο μικρών, αλλά όχι μόνο, επιχειρήσεων. Αναδιάρθρωση της οικονομίας με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συγκέντρωση του κεφαλαίου και το μονοπωλιακό έλεγχό της. Μεγαλύτερη εξάρτηση από το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Με όλες αυτές τις θυσίες υπάρχει περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα; Το ΔΝΤ έχει ένα μοντέλο το οποίο προβλέπει δυο πράγματα. Αυτά που είπα και άλλα που φέρνουν την ύφεση και δεύτερον υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που δημιουργεί μια πληθωριστική ανάπτυξη που εξισορροπεί την ύφεση. Στην Ελλάδα υπάρχει το πρώτο σκέλος χωρίς το δεύτερο. Εξακολουθεί η Ελλάδα να είναι παγκόσμιο πειραματόζωο, για να δούμε τι θα συμβεί αν εφαρμοσθεί αυτό που ονομάζουν ‘εσωτερική υποτίμηση’.
Δική μας εκτίμηση είναι ότι η Ελλάδα, μ΄ όλη αυτή την πολιτική, είναι μέσα στην παγίδα του χρέους. Κυρίως, όμως, πρέπει να δούμε ότι η κρίση απ’ εδώ και πέρα παύει να είναι ένα οικονομικό φαινόμενο, είναι κυρίως κοινωνικό, πολιτισμικό και πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας, με ένταση, και σ’ αυτές τις πλευρές.
Το σημαντικότερο, από μια άποψη, ερώτημα είναι το τι θα μπορούσε να γίνει, τι δεν έγινε. Βεβαίως, μιλώντας για μια καπιταλιστική κρίση, παγκόσμια, δομικού χαρακτήρα, για έξοδο απ’ αυτή την κρίση προφανώς πρέπει να μιλήσουμε για μία κοινωνία η οποία αντιμετωπίζει και τις αιτίες των κρίσεων, και όχι μόνο την υπέρβαση αυτής της κρίσης. Άρα, θέλω να πω, ο αγώνας εδώ και η συζήτηση για τη διέξοδο πρέπει να είναι συνυφασμένα με τον αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Διαφορετικά όλα τα άλλα θα έχουν τα όριά τους. Όμως για τις ανάγκες της σημερινής συζήτησης θα περιοριστώ στα συγκεκριμένα.

Υπήρχε διαφορετική
αντιμετώπιση

Θα μπορούσε από τον Οκτώβρη, έστω, να υπάρξει μια διαφορετική αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους και να αποφύγουμε ό, τι ζούμε σήμερα; Νομίζω ναι. Για τους εξής συγκεκριμένους λόγους. Αν δείτε, πρώτον, τα συγκριτικά στοιχεία Ελλάδας και ΕΕ, η απόκλιση δεν είναι τόσο στο σκέλος των δαπανών αλλά των εσόδων. Έχουμε πολύ λιγότερα έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με τις άλλες χώρες. Υπάρχει ένα περιθώριο, 5 ποσοστιαίες μονάδες, να βελτιωθούν τα έσοδα αν έχουμε ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και αν αντιμετωπισθεί η φοροδιαφυγή. Δεύτερον η Ελλάδα είναι η χώρα με τους μεγαλύτερους εξοπλισμούς σ’ όλη την Ευρώπη. Τρίτον οι δημόσιες δαπάνες. Έχω τη γνώμη ότι στην αριστερά έχουμε υποτιμήσει αυτό το θέμα, διότι έχουμε αφήσει να εννοηθεί ότι αριστερή πολιτική δαπανών είναι η αύξηση των δαπανών. Να αποσαφηνίσουμε ότι αριστερή πολιτική είναι η πολιτική αύξησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών. Αν το προσεγγίσουμε έτσι το ζήτημα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν και περιθώρια μείωσης των δαπανών και κυρίως βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητάς τους. Τέταρτον, υπήρχε δημόσια περιουσία χωρίς καν καταγραφή. Πέμπτον, υπάρχει ένα θέμα στρατηγικής δανεισμού. Υπήρχαν εναλλακτικές πηγές δανεισμού, ας πούμε απ΄ την Κίνα, τους Άραβες, τη Ρωσία, κτλ; Η κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει. Έκτον, μέτρα ανάσχεσης της κρίσης, όπως τα λέγαμε από το 2008, να μην βαθύνει η ύφεση κλπ. Με δημόσιες επενδύσεις, δημόσιες πολιτικές για την υγεία, το περιβάλλον, επιτάχυνση απορρόφησης του ΕΣΠΑ. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Μια άλλη πολιτική διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους, ενεργότερη αξιοποίηση, ό, τι επιχειρήσαμε να κάνουμε εμείς, ένα μικρό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Συνασπισμός. Με χώρες που έχουν ή θα αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα. Το συμπέρασμα είναι ότι υπήρχαν άλλες δυνατότητες οι οποίες δεν αξιοποιήθηκαν και μερικές υπάρχουν και σήμερα.
Ζούμε, νομίζω, μια κατάσταση η οποία υπερβαίνει τη συγκυρία, το δικομματικό σύστημα, όπως έχει δομηθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος ή πολιτικές ή πρωτοβουλίες διεξόδου μέσα απ’ αυτό. Νομίζω ότι έχει έλθει η ώρα της κοινωνίας. Και ακριβώς ευθύνη της Αριστεράς σήμερα είναι να βρει εκείνες τις στρατηγικές μέσα στις οποίες θα ενεργοποιηθεί η κοινωνία και οι εργαζόμενοι και ο κόσμος της εργασίας και της γνώσης σε πρώτη γραμμή, ούτως ώστε να μετατρέψουμε αυτή την κρίση σε μια ευκαιρία ανάπτυξης και ανάτασης του κινήματος, για έναν νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό εξουσίας, που θα εφαρμόσει ένα σύγχρονο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, για ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας.


Τέσσερις Αρχές για μια αριστερή πολιτική

Δεν αρκούν μέτρα παραμετρικά. Έχουμε μπει σε νέο στάδιο όπου τίθενται μεγάλα θέματα σ’ ό, τι αφορά στη ρύθμιση του συσσωρεμένου χρέους και σε ό, τι αφορά στην ανάπτυξη και στον τύπο της ανάπτυξης, από ποιον και για ποιον. Θα απαριθμήσω τέσσερις αρχές που, κατά τη γνώμη μου, έχουν σημασία για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής αριστερής πολιτικής.
Πρώτη Αρχή. Υπάρχει ένας πληθωρισμός ιδεών και προτάσεων: να ζητήσουμε στάση πληρωμών, αναρρύθμιση, αναδιάρθρωση του χρέους, αναδιαπραγμάτευση, διαγραφή μέρους του χρέους κτλ. Έχει, νομίζω. σημασία να συμφωνήσουμε ότι όλα αυτά είναι σημαντικά, εννοώ η αναδιάρθρωση, η αναρρύθμιση, η διαγραφή μέρους του χρέους είναι σημαντική και αναγκαία και ίσως καταστεί και αναπόφευκτη. Όμως το χρέος δεν παύει να είναι σύμπτωμα. Και όχι αιτία. Άρα η όποια ρύθμιση του χρέους είναι μεν αναγκαία, όχι πανάκια. Πρέπει επομένως να το δούμε ως μέσο για την υλοποίηση ενός προγράμματος. Δηλαδή, αν μας σβήσει κάποιος το μισό χρέος και δεν έχουμε κρίση, αν συνεχίσει η οικονομία και το κράτος να λειτουργούν έτσι, σε λίγα χρόνια θα έχουμε ξανά κρίση χρέους. Άρα το πρώτο για την Αριστερά είναι το Πρόγραμμα ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού της Οικονομίας, της Κοινωνίας, του Κράτους, της Διοίκησης και ως μέσο για την υλοποίησή του, μαζί με πολλά άλλα, είναι και μια παρέμβαση στο επίπεδο του χρέους. Και βέβαι, όταν λέω πρόγραμμα, εννοώ το κίνημα και την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα το εφαρμόσει.
Δεύτερη Αρχή. Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή, ποια είναι η αριστερή πολιτική; Η παύση πληρωμών, η διαγραφή, η αναρρύθμιση, η αναδιαπραγμάτευση. Πού είναι το αριστερό; Διότι εδώ έχουμε το εξής πρόβλημα: οι ίδιες προτάσεις, χονδρικά, διατυπώνονται και από το χώρο της Αριστεράς και από το χώρο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Π.χ. ο κ. Ανδιανόπουλος. Νομίζω λοιπόν ότι η διαχωριστική γραμμή πρέπει να τεθεί όχι τόσο στο είδος της ρύθμισης που θα γίνει στο επίπεδο του χρέους όσο στο σχέδιο στο οποίο θα εντάσσεται η όποια ρύθμιση. Δηλαδή, μπορεί να δούμε ρύθμιση - και να μην μας κάνει εντύπωση - που να περιλαμβάνει ακόμη και διαγραφή του χρέους και να εντάσσεται σε ένα πολιτικό σχέδιο αναθεμελίωσης στην Ελλάδα ενός καπιταλισμού σε πιο άγρια νεοφιλελεύθερη βάση. Υπήρξε το σχέδιο Μπράντι διεθνώς το ’89 το οποίο προέβλεπε αναστολή πληρωμών, διαγραφή μέρους, μείωση επιτοκίων, αλλά ήταν δώρο στις ελίτ διαφόρων υπερχρεωμένων χωρών για να μπορέσουν να εδραιώσουν τη θέση τους. Άρα το αριστερό προσδιορίζεται από το συνολικό σχέδιο το οποίο υπηρετείται και από μια πολιτική χρέους και όχι αυτόνομα η α΄ ή β΄ ρύθμιση.
Τρίτη Αρχή. Το δημόσιο χρέος δεν είναι οικονομικό μέγεθος, απλός αριθμός, είναι σχέση κοινωνική, σύνθετη και ασύμμετρη. Ασύμμετρη με την έννοια ότι απ’ τη μια μεριά έχεις τους παγκόσμιους δανειστές ενωμένους μέσω θεσμών όπως είναι το ΔΝΤ και οι αγορές ομολόγων, κ.τ.λ. και από την άλλη έχεις τους οφειλέτες φτερό στον άνεμο, κάθε χώρα μόνη της. Δεύτερο, τα spreads αυξάνουν όχι μόνο λόγω των εσωτερικών προβλημάτων μιας χώρας. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν όχι τόσο λόγω αύξησης του ελλείμματος αλλά κυρίως λόγω αύξησης του παγκόσμιου κινδύνου. Άρα από τη μια έχεις έναν ανεξέλεγκτο παγκόσμιο κίνδυνο, από την άλλη έχεις προσπάθεια και απαίτηση εθνικής διαχείρισης αυτού του κινδύνου μέσα σε περιορισμένα εθνικά πλαίσια. Επομένως θεωρώ την Τρίτη αρχή, ειδικά για την Αριστερά, σημαντική. Και η αρχή αυτή είναι ότι το ζήτημα του χρέους και της διεκδίκησης μιας δίκαιης ρύθμισής του, πρέπει να τεθεί ως ένα διεθνές αίτημα και να αφορά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες που έχουν ή θα αντιμετωπίσουν ανάλογο πρόβλημα.
Τέταρτη Αρχή. Αυτή είναι πρώτη σε σημασία: διαφάνεια και δημοκρατία. Ποιος αποφασίζει; Όλες αυτές οι αποφάσεις εμπεριέχουν ρίσκα. Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη; Τι διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση με το Δ.Ν.Τ.; Τι συζητείται πίσω από τις πόρτες των Υπουργείων, τι όροι συνομολογούνται; Τι συμβόλαια υπογράφονται και με ποιο δικαίωμα δημοκρατικό το κάνει αυτό η κυβέρνηση; Με ποια νομιμοποίηση; Με ποια έγκριση του λαού το κάνει; Με βάση αυτό μπορούμε και εμείς, μπορεί κανείς να ζητήσει διάφορες μορφές έκφρασης της βούλησης του λαού. Μια μορφή τέτοια μπορεί να είναι το δημοψήφισμα. Αλλά πέρα από το δημοψήφισμα τίθεται ένα θέμα δημοκρατίας, όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο.

* Απόσπασμα από Ομιλία σε εκδήλωση Πανεπιστημιακών Συνασπισμού για την οικονομική κρίση, την Παρασκευή το βράδι. Η ευθύνη της απομαγνητοφώνησης είναι
της «Εποχής»