25.10.10

Η κρίση και το χρέος στην Ευρώπη - Αβάσιμοι Ισχυρισμοί που προβάλλονται σαν προφανείς αλήθειες

ΔΕΚΑ ΑΒΑΣΙΜΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΠΡΟΦΑΝΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
KAI 22 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Το κείμενο που ακολουθεί (σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος), έχει συνταχθεί με πρωτοβουλία γνωστών γάλλων οικονομολόγων (Φιλίπ Ασκεναζί, Τομά Κουρό, Αντρέ Ορλεάν, Ανρί Στερντινιάκ) και έχει υπογραφεί ήδη από επτά τουλάχιστον εκατοντάδες ευρωπαίων οικονομολόγων.
Το «Μανιφέστο των κατάπληκτων οικονομολόγων», όπως το τιτλοφορούν, διαφέρει αισθητά από παρόμοια αριστερής έμπνευσης μανιφέστα που έχουν στο πρόσφατο παρελθόν δημοσιευτεί με αφορμή την κρίση του χρέους και ειδικότερα τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη. Είναι πιο λεπτομερειακό, με πιο ειδικές αναφορές στα συγκεκριμένα προβλήματα. Και, το κυριότερο, αναλαμβάνει την ευθύνη να προτείνει για συζήτηση άμεσες εναλλακτικές λύσεις υπονομεύοντας έτσι την κυρίαρχη λογική του «μονόδρομου».
Η κριτική του στην κυρίαρχη οικονομική αντίληψη είναι καταλυτική και οι λύσεις που προτείνει είναι, από μια άποψη, άμεσα εφαρμόσιμες. Ωστόσο, μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η απόλυτη σχεδόν κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, κι αυτές ακόμη οι προτάσεις καταλήγουν να αποτελούν ζητούμενο.
Είναι φανερό ότι για την εφαρμογή τους χρειάζεται να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί, να συγκεντρωθούν προς υποστήριξή τους ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να ανατρέψουν τη διπλή κυριαρχία που μόλις προαναφέραμε.

Η νεοφιλελεύθερη λογική είναι η μόνη που αναγνωρίζεται ως νόμιμη, παρά τις καταφανείς αποτυχίες της. Στηριζόμενη στην υπόθεση της ρυθμιστικής ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, κηρύσσει τη μείωση των δημοσίων δαπανών, την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την απελευθέρωση του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της αγοράς κεφαλαίου, την ένταση του ανταγωνισμού εν παντί τόπω και χρόνω…
Ως οικονομολόγοι μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας αυτές τις πολιτικές να βρίσκονται πάντα στην ημερήσια διάταξη και να μην αμφισβητούνται τα θεωρητικά τους θεμέλια. Παρά το γεγονός ότι έχουν αποδειχθεί λανθασμένα στην πράξη τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εδώ και τριάντα χρόνια, προκειμένου να προσανατολιστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι επιλογές της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η κρίση ξεγύμνωσε το δογματικό και αστήριχτο χαρακτήρα των περισσότερων από αυτές τις δήθεν προφανείς αλήθειες, που επαναλαμβάνουν κατά κόρον όσοι παίρνουν τις αποφάσεις και οι σύμβουλοί τους (…)
Πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς, που εμπνέουν μέτρα άδικα και αναποτελεσματικά, απέναντι στους οποίους αντιτάσσουμε για δημόσια συζήτηση είκοσι δύο αντιπροτάσεις. Καθεμία από αυτές δεν συναντά οπωσδήποτε την ομοφωνία των οικονομολόγων που υπογράφουν το κείμενο. Ωστόσο, αν θέλουμε να βγει η Ευρώπη από το αδιέξοδο, οφείλουμε να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη.

1ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΕΣ
ΝΑ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σήμερα κάθε παρατηρητής των οικονομικών εξελίξεων σκοντάφτει πάνω σε μια πραγματικότητα: στον πρωταρχικό ρόλο που αποδίδεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τη λειτουργία της οικονομίας. Αυτή είναι η κατάληξη μιας εξέλιξης, που η αρχή της βρίσκεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια σαφή, ποσοτική και ποιοτική, τομή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Κάτω από την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η συνολική ρύθμιση του καπιταλισμού μετασχηματίστηκε σε βάθος γεννώντας μια νέα μορφή καπιταλισμού, που ορισμένοι αποκάλεσαν «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό».
Οι μεταβολές αυτές βρήκαν τη θεωρητική δικαίωσή τους στην υπόθεση της ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών να λειτουργούν ως αξιολογητές και ρυθμιστές άπειρων πληροφοριών. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι σημαντικό να αναπτυχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, να τους επιτραπεί να λειτουργήσουν όσο γίνεται πιο ελεύθερα, γιατί αποτελούν τον μοναδικό μηχανισμό αποτελεσματικής κατανομής των κεφαλαίων. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται με πείσμα εδώ και τριάντα χρόνια, συμβαδίζουν με αυτή την απαίτηση. Έπρεπε λοιπόν να διαμορφωθεί μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά ολοκληρωμένη, όπου οι παίκτες (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) θα μπορούν να ανταλλάσσουν τίτλους (μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα, παράγωγα, συνάλλαγμα) κάθε τύπου (μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα).
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να μοιάζουν με τη «χωρίς τριβές» αγορά των εγχειριδίων: ο οικονομικός λόγος κατόρθωσε να γίνει δημιουργός της ίδιας της πραγματικότητας. Καθώς οι αγορές γίνονταν όλο και πιο «τέλειες» με την έννοια της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, οι αναλυτές πίστεψαν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο εξής θα ήταν πιο σταθερό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η περίοδος οικονομικής ανάπτυξης χωρίς άνοδο των μισθών που γνώρισαν οι ΗΠΑ από το 1990 ως το 2007, έμοιαζε να το επιβεβαιώνει.

Οι αγορές δεν ρυθμίζουν
τέλεια τη ζωή μας

Ακόμη και σήμερα οι G20 επιμένουν στην ιδέα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για την κατανομή των κεφαλαίων. Η υπεροχή και η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών παραμένουν οι τελικοί στόχοι της νέας οικονομικής ρύθμισής τους. Η κρίση δεν ερμηνεύεται σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της λογικής των απορρυθμισμένων αγορών, αλλά σαν συνέπεια της φαυλότητας και της ανευθυνότητας ορισμένων παραγόντων.
Ωστόσο, η κρίση απέδειξε ότι οι αγορές δεν μπορούν να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο και δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ως προς τα ζητήματα της ρύθμισης των οικονομιών και της οικονομικής πολιτικής είναι τεράστιες.
Η κυρίαρχη θεωρία (της ρυθμιστικής ικανότητας των αγορών) βασίζεται στην ιδέα ότι οι επενδυτές αναζητούν και βρίσκουν τις πιο ακριβείς πληροφορίες για την αξία των οικονομικών σχεδίων που ανταγωνίζονται αναζητώντας χρηματοδότηση. Αν πιστέψουμε αυτή τη θεωρία, η τιμή που διαμορφώνεται σε μια αγορά, αντανακλά την κρίση των επενδυτών και συνθέτει το σύνολο των διαθέσιμων πληροφοριών: αποτελεί συνεπώς μια καλή εκτίμηση της αληθινής αξίας των τίτλων.
Αυτή η αξία υποτίθεται ότι συνοψίζει κάθε απαραίτητη πληροφορία για τον προσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας και συνεπώς της κοινωνικής ζωής. Έτσι, το κεφάλαιο επενδύεται στα οικονομικά σχέδια που αποφέρουν τη μεγαλύτερη απόδοση και αποφεύγει τα λιγότερο αποδοτικά. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα αυτής της θεωρίας: ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός παράγει ορθές τιμές, οι οποίες αποτελούν σήματα για τους επενδυτές και προσανατολίζουν αποτελεσματικά την οικονομική ανάπτυξη.

Όταν η τιμή ανεβαίνει,
η ζήτηση αυξάνει!

Η κρίση, όμως, ήρθε να επιβεβαιώσει το κριτικό έργο μελετητών που έθεταν υπό αμφισβήτηση αυτή την πρόταση. Ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός δεν παράγει αναγκαστικά ορθές τιμές. Ακόμα χειρότερα: συχνά αποσταθεροποιεί τις τιμές και οδηγεί σε εξελίξεις των τιμών υπερβολικές και μη ορθολογικές, σε χρηματοπιστωτικές φούσκες.
Το μέγα σφάλμα της κυρίαρχης θεωρίας είναι ότι μεταφέρει στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τη θεωρία των συνηθισμένων αγορών. Σ’ αυτές τις αγορές ο ανταγωνισμός είναι κατά ένα μέρος αυτορυθμιζόμενος δυνάμει του αποκαλούμενου «νόμου» της προσφοράς και της ζήτησης: όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, τότε οι παραγωγοί αυξάνουν την προσφορά τους και οι αγοραστές μειώνουν τη ζήτησή τους. Η τιμή τότε πέφτει και προσεγγίζει το επίπεδο ισορροπίας. Με άλλα λόγια, όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, αντίρροπες δυνάμεις ενεργούν και τείνουν αρχικά να φρενάρουν την τιμή και κατόπιν να αντιστρέψουν την τάση ανόδου της.
Ο ανταγωνισμός παράγει την αποκαλούμενη «αρνητική ανατροφοδότηση», δηλαδή δυνάμεις που δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τον αρχικό κλονισμό. Η ιδέα της ρυθμιστικής ικανότητας της αγοράς προκύπτει από μια άμεση μεταφορά αυτού του μηχανισμού στη διαδικασία χρηματοδότησης της αγοράς. Ωστόσο, η κατάσταση στην αγορά αυτή είναι πολύ διαφορετική. Όταν η τιμή ανεβαίνει, συχνά παρατηρούμε ότι δεν προκύπτει πτώση αλλά άνοδος της ζήτησης!
Στην πραγματικότητα, η άνοδος της τιμής σημαίνει μεγαλύτερη απόδοση γι’ αυτούς που κατέχουν τον συγκεκριμένο τίτλο, λόγω της υπεραξίας που πραγματοποιείται. Η άνοδος της τιμής, λοιπόν, προσελκύει νέους αγοραστές, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο την αρχική άνοδο. Η υπόσχεση ότι θα υπάρξει επιβράβευση, ωθεί τους συναλλασσόμενους να διευρύνουν αυτή την κίνηση μέχρι το, απρόβλεπτο αλλά αναπόφευκτο, τυχαίο γεγονός, που θα προκαλέσει την αντιστροφή των προεξοφλήσεων και το κραχ.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια διαδικασία «θετικής ανατροφοδότησης», που επιδεινώνει τις ανισορροπίες. Πρόκειται για την κερδοσκοπική φούσκα: μια σωρευτική άνοδο των τιμών που αυτοτροφοδοτείται.

Η αγορά
οδηγεί στις φούσκες

Αυτός ο τύπος διαδικασίας δεν παράγει ορθές τιμές, αντίθετα παράγει τιμές αναντίστοιχες. Η προεξάρχουσα θέση που κατέχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αποκλείει οποιαδήποτε ρυθμιστική ικανότητα. Αντίθετα, αποτελεί μόνιμη πηγή αστάθειας, όπως δείχνει σαφέστατα η συνεχής σειρά από φούσκες που έσκασαν τα τελευταία 20 χρόνια: Ιαπωνία, Νοτιοανατολική Ασία, Διαδίκτυο, αναδυόμενες αγορές, φούσκα των ακινήτων… Η χρηματοπιστωτική αστάθεια μεταφράζεται έτσι σε ισχυρές διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος και των χρηματιστηρίων, που είναι έκδηλο ότι δεν σχετίζονται με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Η αστάθεια αυτή, που γεννιέται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία μέσα από πολλούς μηχανισμούς.
Για να περιοριστεί αυτός ο ατελέσφορος χαρακτήρας και η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, προτείνουμε τέσσερα μέτρα:
• Να διαχωριστούν αυστηρά οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών παραγόντων, να απογορευτεί στις τράπεζες να κερδοσκοπούν για λογαριασμό τους, ώστε να αποφευχθεί η εξάπλωση των φαινομένων φούσκας και τα κραχ.
• Να περιοριστεί η ρευστότητα και η κερδοσκοπία που προκαλεί αστάθεια, μέσω ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων και φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών μεταβιβάσεων.
• Να περιοριστούν οι χρηματοπιστωτικές μεταβιβάσεις μόνο στις αναγκαίες για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας (π.χ. CDS αποκλειστικά για τους κατόχους ασφαλισμένων τίτλων).
• Να οριστεί οροφή στις απολαβές των χρηματιστών που διαπραγματεύονται για δικό τους λογαριασμό.

2ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΥΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση οδήγησε στο ζενίθ την ισχύ τού χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς ενοποιεί και συγκεντροποιεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία σε πλανητική κλίμακα. Στο εξής αυτή είναι που καθορίζει τις νόρμες αποδοτικότητας που απαιτούνται για το σύνολο των κεφαλαίων.
Το σχέδιο προέβλεπε ότι η χρηματοδότηση μέσω της αγοράς αντικαθιστά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος. Το σχέδιο αυτό έχει αποτύχει, καθώς σήμερα, συνολικά, είναι οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν τους μετόχους αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
Η διοίκηση των επιχειρήσεων έχει μετασχηματιστεί σε βάθος για να προσεγγίσει τις νόρμες αποδοτικότητας της αγοράς. Έχει επιβληθεί μια νέα αντίληψη για την επιχείρηση και τη διοίκησή της, σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση υπηρετεί αποκλειστικά τον μέτοχο. Έχει εξαφανιστεί η ιδέα ενός κοινού συμφέροντος που αναφέρεται στα διάφορα επιμέρους συμφέροντα τα οποία συνδέονται με την επιχείρηση. Οι διευθύνοντες τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις στο εξής έχουν ως πρωταρχική αποστολή να ικανοποιούν την επιθυμία πλουτισμού των μετόχων και μόνο.
Κατά συνέπεια παύουν και οι ίδιοι να είναι μισθωτοί, όπως φαίνεται και από την υπέρμετρη άνοδο των απολαβών τους. Το ζήτημα, δηλαδή, που τους ενδιαφέρει, είναι πώς θα διαχειριστούν τα πράγματα, ώστε στο εξής τα συμφέροντα των διευθυντικών στελεχών να συμπίπτουν με τα συμφέροντα των μετόχων.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων από 15% έως 25% είναι στο εξής ο κανόνας που επιβάλλει η χρηματοπιστωτική εξουσία στις επιχειρήσεις και τους μισθωτούς. Η ρευστότητα είναι το εργαλείο αυτής της εξουσίας, που επιτρέπει κάθε στιγμή στα κεφάλαια που δεν ικανοποιούνται να μεταφερθούν αλλού.
Μπροστά σ’ αυτή τη δύναμη οι μισθωτοί καθώς και η πολιτική κυριαρχία εξαιτίας της διάσπασής τους εμφανίζονται σε υποδεέστερη θέση. Αυτή η κατάσταση ανισορροπίας οδηγεί σε παράλογες απαιτήσεις κέρδους, οι οποίες χαλιναγωγούν την οικονομική ανάπτυξη και ωθούν σε μια διαρκή μεγέθυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Από τη μια μεριά οι απαιτήσεις της κερδοφορίας αναχαιτίζουν σε σημαντικό βαθμό τις επενδύσεις: όσο ανέρχεται η ζητούμενη αποδοτικότητα, τόσο δυσκολότερο γίνεται να βρεθούν επενδυτικά σχέδια που ικανοποιούν τις απαιτήσεις των επενδυτών. Τα ποσοστά των επενδύσεων παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, οι απαιτήσεις αυτές προκαλούν μια σταθερή πτωτική πίεση στους μισθούς και την αγοραστική δύναμη, γεγονός που δεν ευνοεί τη ζήτηση. Η ταυτόχρονη ανάσχεση των επενδύσεων και της κατανάλωσης οδηγεί σε αδύναμη ανάπτυξη και ενδημική ανεργία.
Η τάση αυτή αντισταθμίστηκε στις αγγλοσαξονικές χώρες με τη διεύρυνση του δανεισμού (και του χρέους) των νοικοκυριών και με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, που δημιουργούν πλασματικό πλούτο, επιτρέπουν την αύξηση της κατανάλωσης χωρίς την αύξηση των μισθών, αλλά καταλήγουν σε κραχ.
Για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά αποτελέσματα της επίδρασης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομική δραστηριότητα, προτείνουμε για συζήτηση τρία μέτρα:
• Να ενισχυθούν σε σημαντικό βαθμό οι αντίρροπες δυνάμεις μέσα στις επιχειρήσεις, ώστε να υποχρεωθούν οι διοικήσεις τους να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των μερών που τις συναποτελούν.
• Να ενισχυθεί πολύ η φορολογία των πολύ υψηλών εισοδημάτων, ώστε να αποθαρρυνθεί η ανυπόφορη κούρσα αποδοτικότητας των κεφαλαίων.
• Να μειωθεί η εξάρτηση των επιχειρήσεων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με την ανάπτυξη δημόσιας πιστωτικής πολιτικής (προνομιακά επιτόκια για τις δραστηριότητες που έχουν προτεραιότητα στο κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο).

3ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

Σύμφωνα με τους υπέρμαχους των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι παράγοντες της αγοράς λαμβάνουν υπόψη τους την αντικειμενική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, για να αξιολογήσουν τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο δανεισμός ενός κράτους.
Ας πάρουμε την περίπτωση του ελληνικού χρέους. Οι οικονομικοί παράγοντες και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις επαφίενται αποκλειστικά στις οικονομικές εκτιμήσεις για να κρίνουν ποια είναι η κατάσταση. Έτσι, όταν το επιτόκιο που απαιτούσαν για την Ελλάδα ανέβηκε και ξεπέρασε το 10%, ο καθένας μπορούσε να συμπεράνει ότι ο κίνδυνος αποτυχίας ήταν προ των πυλών: εάν οι επενδυτές απαιτούν τόσο υψηλό πριμ κινδύνου, είναι γιατί ο κίνδυνος έχει φτάσει στα άκρα.
Εδώ βρίσκεται η βαθύτατη πλάνη, αν κατανοήσουμε την αληθινή φύση της αξιολόγησης μέσω της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ακριβώς επειδή αυτή δεν έχει την ικανότητα που της αποδίδεται, παράγει πολύ συχνά τιμές (επιτόκια) πλήρως αναντίστοιχα προς τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Στις συνθήκες αυτές, είναι παράλογο να στηριχτεί κάποιος μόνο στις χρηματοπιστωτικές αξιολογήσεις για να κρίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Η εκτίμηση της αξίας ενός τίτλου δεν είναι μια πράξη συγκρίσιμη με τη μέτρηση ενός αντικειμενικού μεγέθους, για παράδειγμα με την εκτίμηση του βάρους ενός αντικειμένου.
Ένας τίτλος είναι δικαίωμα επί των μελλοντικών εισοδημάτων: για να τον αξιολογήσουμε, πρέπει να προβλέψουμε το μέλλον. Κι αυτό είναι ζήτημα κρίσης, δεν είναι ζήτημα αντικειμενικής μέτρησης, γιατί τη συγκεκριμένα στιγμή το μέλλον δεν είναι καθόλου προκαθορισμένο. Στις αίθουσες των αγορών, αυτό που εκτιμάται είναι αυτό που οι παράγοντες της αγοράς φαντάζονται ότι θα συμβεί. Μια τέτοια τιμή (επιτόκιο) προκύπτει από μια κρίση, μια πεποίθηση, ένα στοίχημα με το μέλλον: τίποτα δεν μας εξασφαλίζει ότι η κρίση των αγορών είναι κατά οποιοδήποτε τρόπο ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή κρίσης.
Και, κυρίως, η αξιολόγηση των αγορών δεν είναι ουδέτερη: επηρεάζει το μετρούμενο αντικείμενο, κατασκευάζει το μέλλον που φαντάζεται και δημιουργεί δεσμεύσεις με βάση αυτό. Έτσι, οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι αξιολόγησης συμβάλλουν ευρύτατα στον καθορισμό των επιτοκίων στις αγορές ομολόγων βαθμολογώντας τα με μεγάλο υποκειμενισμό, δηλαδή με τη θέληση να τροφοδοτήσουν την αστάθεια, η οποία είναι πηγή κερδοσκοπικών κερδών.
Κάθε φορά που κατεβάζουν το βαθμό αξιολόγησης, ενός κράτους, ανεβάζουν τα επιτόκια που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες για να δεχτούν τους τίτλους του δημόσιου χρέους αυτού του κράτους και έτσι αυξάνουν τον κίνδυνο πτώχευσης, την οποία έχουν αναγγείλει.
Για να περιορίσουμε την επίδραση της ψυχολογίας των αγορών στη χρηματοδότηση των κρατών, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Οι οίκοι χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης δεν επιτρέπεται να βαραίνουν με αυθαίρετο τρόπο στη διαμόρφωση του επιτοκίου της αγορά ομολόγων μέσω της υποβάθμισης ενός κράτους: θα έπρεπε η δραστηριότητά τους να υπόκειται σε κανόνες και να απαιτείται η αξιολόγησή τους να γίνεται με διαφανείς οικονομικούς υπολογισμούς.
• Να απελευθερωθούν τα κράτη από την απειλή των χρηματοπιστωτικών αγορών με τη θεσμοθέτηση της εγγύησης εξαγοράς τίτλων του δημοσίου από την ΕΚΤ.

4ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
Η ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Συνήθως, το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα εμφανίζει τις χώρες να πνίγονται από δημόσιο χρέος και να θυσιάζουν την ευημερία των μελλοντικών γενεών επιδιδόμενες σε απερίσκεπτες κοινωνικές δαπάνες. Το δανειζόμενο κράτος εμφανίζεται σαν ένας αλκοολικός πατέρας, που σπαταλάει για το πιοτό περισσότερα απ’ όσα εισπράττει.
Κι όμως, η πρόσφατη έκρηξη του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο οφείλεται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες: δηλαδή, στα σχέδια σωτηρίας των δημοσίων οικονομικών και κυρίως στην ύφεση που προκάλεσε η τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: το μέσο δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ ήταν 0,6% του ΑΕΠ το 2007, αλλά με την κρίση ανέβηκε στο 7% (2010). Το δημόσιο χρέος την ίδια περίοδο πέρασε από το 66% στο 84% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η άνοδος του δημόσιου χρέους, στη Γαλλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αρχικά περιορισμένη και προηγήθηκε αυτής της ύφεσης: δεν προέρχεται από μια ανοδική τάση των δημόσιων δαπανών (καθώς αυτές οι δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σταθερές ή μειωμένες στην ΕΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90), αλλά από την εξάντληση των δημοσίων εσόδων λόγω της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και λόγω της δημοσιονομικής αντεπανάστασης που πραγματοποίησαν οι περισσότερες κυβερνήσεις τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Πιο μακροπρόθεσμα, η δημοσιονομική αντεπανάσταση τροφοδότησε τη διόγκωση του χρέους, καθώς η μία περίοδος ύφεσης διαδεχόταν την άλλη.
Έτσι, στη Γαλλία, μια πρόσφατη κοινοβουλευτική έκθεση ανεβάζει στα 100 δισ. ευρώ το κόστος της μείωσης των βεβαιωθέντων φόρων μεταξύ 2000 και 2010, χωρίς να υπολογίσουμε την απαλλαγή από την καταβολή κοινωνικών εισφορών (30 δισ.) και άλλες «δημοσιονομικές δαπάνες».
Επειδή δεν προβλέπεται δημοσιονομική εναρμόνιση, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν επιδοθεί σ’ έναν δημοσιονομικό ανταγωνισμό, μειώνοντας τη φορολόγηση των εταιριών, των υψηλών εισοδημάτων και της περιουσίας. Παρά το γεγονός ότι το ειδικό βάρος αυτών των προσδιοριστικών στοιχείων ποικίλλει από χώρα σε χώρα, η σχεδόν γενική άνοδος του δημοσίου ελλείμματος στην Ευρώπη τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν προκύπτει κυρίως από μια ένοχη απόκλιση των δημοσίων δαπανών.
Η διάγνωση αυτή ανοίγει προφανώς άλλα πεδία δράσης, διαφορετικά από αυτά που επιβάλλει η λογική της μείωσης των δημοσίων δαπανών στο διηνεκές.
Για να δώσουμε νέα πνοή σε μια δημόσια συζήτηση για την προέλευση του χρέους και, συνεπώς, για τα θεραπευτικά μέσα, προτείνουμε:
• Να γίνει δημόσιος, ανοιχτός στους πολίτες έλεγχος του δημόσιου χρέους, ώστε να προσδιοριστεί η προέλευσή του και να γίνει γνωστή η ταυτότητα των κύριων κατόχων των τίτλων του χρέους και τα ποσά που αντιπροσωπεύουν.

5ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ
ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ

Ακόμη κι αν η αύξηση του δημόσιου χρέους προέκυπτε κατά ένα μέρος από μια άνοδο των δημοσίων δαπανών, η περικοπή αυτών των δαπανών δεν θα συνέβαλε υποχρεωτικά στη λύση του προβλήματος. Κι αυτό γιατί η δυναμική του δημόσιου χρέους δεν έχει μεγάλη σχέση με τη δυναμική ενός νοικοκυριού: η μακροοικονομία δεν μπορεί να αναχθεί στην οικιακή οικονομία.
Η δυναμική του χρέους γενικά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από το επίπεδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, αλλά επίσης και από τη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο δανεισμού και τον ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί αν ο τελευταίος είναι πιο χαμηλός από το επιτόκιο, τότε το χρέος αυξάνεται αυτόματα εξαιτίας του «φαινομένου της χιονοστιβάδας»: το ποσό που απαιτείται για τους τόκους εκρήγνυται και το συνολικό έλλειμμα (μαζί και οι τόκοι για το χρέος) ακολουθεί την ίδια πορεία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Γαλλία, παρά την ύφεση των ετών 1993-94, συνεχίστηκε η ίδια πολιτική, γεγονός που μεταφράστηκε σε επιτόκια σταθερά υψηλότερα από τα τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό εξηγεί το άλμα του δημόσιου χρέους στη Γαλλία στη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ο ίδιος μηχανισμός εξηγεί την αύξηση του χρέους κατά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας 1980 υπό την αρνητική επίδραση της νεοφιλελεύθερης ανατροπής και της πολιτικής υψηλών επιτοκίων που ακολούθησαν ο Ρίγκαν και η Θάτσερ.

Ο ρυθμός ανάπτυξης
καθορίζει το χρέος

Όμως ο αριθμός οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες: βραχυπρόθεσμα, οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν την επέκταση της ύφεσης («αυτόματοι σταθεροποιητές»), μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (εκπαίδευση, υγεία, έρευνα, υποδομές…) ενισχύουν την ανάπτυξη. Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι κάθε είδους δημόσιο χρέος αυξάνει εξ ίσου το δημόσιο χρέος, ή ότι κάθε μείωση του ελλείμματος επιτρέπει και τη μείωση του χρέους. Αν η μείωση των ελλειμμάτων γίνεται τροχοπέδη για την οικονομική δραστηριότητα, το χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Οι νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ορισμένες χώρες (ο Καναδάς, η Σουηδία, το Ισραήλ) προχώρησαν σε πολύ βίαιες προσαρμογές των δημοσιονομιών τους στη δεκαετία του ’90 και γνώρισαν αμέσως μετά άνοδο της οικονομικής ανάπτυξης. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση μιας απομονωμένης χώρας, η οποία ανακτά γρήγορα την ανταγωνιστικότητά της έναντι των ανταγωνιστών της. Αυτό που ξεχνούν προφανώς οι οπαδοί της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής προσαρμογής, είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ως κύριους πελάτες και ανταγωνιστές τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η ΕΕ, συνολικά, είναι ελάχιστα ανοικτή στις εξωτερικές συναλλαγές. Μια ταυτόχρονη και μαζική μείωση των δημόσιων δαπανών στο σύνολο των χωρών της ΕΕ θα είχε ένα και μόνο αποτέλεσμα: μια βαθιά ύφεση και, συνεπώς, μια νέα επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Για να αποφύγουμε την πρόκληση μιας τέτοιας καταστροφικής κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Να διατηρηθεί το επίπεδο των δαπανών κοινωνικής προστασίας ή να βελτιωθεί (επιδόματα ανεργίας, κατοικίας…).
• Να αυξηθούν τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, την έρευνα, τις περιβαλλοντικές επενδύσεις, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης, που θα επιτρέψει σημαντική μείωση της ανεργίας.

Εφ. ΕΠΟΧΗ

12.10.10

Η άλλη πλευρά του «κέλτικου τίγρη»

Οι τέσσερις ζωές του «ιρλανδικού μοντέλου»

«Αναγέννηση» μέσα από τη λιτότητα - Από τον ενθουσιασμό των ΜΜΕ στην κοινωνική απόγνωση

Η πραγματικότητα της ιρλανδικής οικονομίας επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους: το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 32% του ΑΕΠ! Την ίδια στιγμή, το Δουβλίνο διαπιστώνει ότι το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζει για να καθησυχάσει τους επενδυτές επιδεινώνει την ύφεση και... προκαλεί την ανησυχία των αγορών. Διόλου απίθανο, λοιπόν, ο κέλτης «καλός μαθητής» να βρεθεί στη γωνία των αφερέγγυων, μαζί με τον έλληνα «σκράπα».

Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου, αυτή τη φορά λιγότερο αξιοθαύμαστη από τις προηγούμενες.

«Οταν ο υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κολομβίας επισκέφθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες, την αίθουσα σύνταξης της "Wall Street Journal", η Ιρλανδία ήταν το τελευταίο θέμα στο οποίο θα περίμενα να αναφερθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι πρώτες του κουβέντες ήταν για την Ιρλανδία». Ετσι, στις αρχές Μαρτίου του 2008, η Μαίρη Αναστάζια Ο' Γκράντι συμπεραίνει κατάπληκτη: «Η Μπογοτά ενδιαφέρεται έντονα για το ιρλανδικό μοντέλο» («Wall Street Journal», 25 Μαρτίου 2008). Ομως, δεν επρόκειτο για κάποια περίεργη, ξαφνική μανία της κολομβιανής κυβέρνησης.

«Στο ιρλανδικό μοντέλο βλέπω μονάχα πλεονεκτήματα· αυτό το success story στέλνει ένα μήνυμα στη Γαλλία», δήλωνε ενθουσιασμένος ο (συντηρητικός) γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν (Δουβλίνο, 24 Μαΐου 2004). Εναν χρόνο αργότερα, σε επίσημη ανακοίνωση της λιθουανικής κυβέρνησης αναφερόταν ότι στόχος της χώρας είναι η «αναπαραγωγή του ιρλανδικού σεναρίου οικονομικής ανάπτυξης(1)». Πολύ σύντομα, το Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας στέλνει στο νησί στελέχη του για να «παρατηρήσουν και να μάθουν τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη». Την ίδια εποχή, οι εργοδότες στην Τζαμάικα αναρωτιούνταν: «Ποια διδάγματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την πρωτοφανή επιτυχία της Ιρλανδίας;» Ο προβληματισμός των ομολόγων τους στο Κεμπέκ, τη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά, πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ιρλανδία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο(2)» -για την επαρχία τους. Παντού, από τη δεξιά της Λετονίας έως το Εθνικό Συμβούλιο της Εργοδοσίας στην Ονδούρα και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών έως το Αμερικανο-Ουρουγουανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ιρλανδικό μοντέλο είναι μια στρατηγική η οποία μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από την εποχή ή τη γεωγραφική ζώνη(3)».

Ολα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν, ξαφνικά, η ιρλανδική οικονομία απογειώθηκε: μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έφτασε το 7%, μια επίδοση διπλάσια από την αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών και τριπλάσια εκείνης της ζώνης του ευρώ.

Το «σμαραγδένιο νησί»

Στα μέσα ενημέρωσης δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι το «θαύμα» συνέβη μετά τη δρομολόγηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια, ο «Economist» αναθεωρεί την κριτική που είχε ασκήσει στη χώρα, ότι «βαδίζει προς την καταστροφή» (16 Ιανουαρίου 1988): «Η Ιρλανδία αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι εάν μια χώρα αγκαλιάσει την "παγκοσμιοποίηση", θα βρει την πλέον σύντομη οδό για την αφθονία» (15 Μαΐου 1997).

Το γεγονός ότι όλοι -από τους «New York Times» ώς τη «Figaro» κι από τη «Wall Street Journal» ώς την (κεντροαριστερή) «Liberation» - έχουν καταγοητευθεί από το «Σμαραγδένιο νησί» και συμφωνούν ότι το «ιρλανδικό θαύμα» συνίσταται ουσιαστικά στο «θαύμα του νεοφιλελευθερισμού». Συνεπώς, υπάρχει φυσικότερο πράγμα από το να καλέσεις και τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα; Ετσι δημιουργήθηκε το ιρλανδικό μοντέλο.

Τον Δεκέμβριο του 1995, ολόκληρη η Γαλλία είχε κατέβει στους δρόμους(4). Το γαλλικό οικονομικό περιοδικό «Capital» εξηγεί στους απεργούς ότι στο Δουβλίνο «οι κοινωνικοί εταίροι έπαιξαν το παιχνίδι» και «έδωσαν μια ανάσα οξυγόνου στις επιχειρήσεις». Πράγματι, από το 1987, το κράτος, η εργοδοσία και τα συνδικάτα έχουν συμφωνήσει σε μια «κοινωνική συνεργασία», της οποίας ο κυριότερος στόχος είναι η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση». Αποτέλεσμα: «Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και τα μετριοπαθή συνδικάτα επέτρεψαν να αλλάξει εντελώς η εικόνα που υπήρχε ανέκαθεν γι' αυτή τη χώρα: αγροτική και νωχελική» («Le Point», 6 Απριλίου 1996).

Ομως, οι προσπάθειες της Ιρλανδίας δεν περιορίστηκαν σε αυτή τη συνδικαλιστική μετριοπάθεια. Το περιοδικό «Le Point» χαιρετίζει επίσης «την τολμηρή οικονομική πολιτική, η οποία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες εταιρείες». Με ποιον τρόπο; Κατεβάζοντας τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 10%(5), στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφαρμόζει «τιμές μεταφοράς των κερδών», οι οποίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να δηλώνουν τα κέρδη τους στη χώρα, απολαμβάνοντας το πλέον ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Σε αυτόν τον τομέα, η Ιρλανδία είναι ασυναγώνιστη: οι αρχές της επέλεξαν να «απενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς τους(6)».

Φορολογικός παράδεισος

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόμοια ευρηματικότητα θα άγγιζε τα όρια της παρανομίας. Ωστόσο, προκαλεί τον θαυμασμό της «Brussels Journal», «της φωνής των συντηρητικών στην Ευρώπη». Κι όπως επαναλαμβάνει εδώ και πολύ καιρό αυτή η εφημερίδα, «η οικονομική ανάπτυξη τονώνεται με τη μείωση της φορολογίας και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας: Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν και μας δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχουμε» (25 Νοεμβρίου 2005).

Οι πολυεθνικές σπεύδουν. Η Ιρλανδία ανεβαίνει στο βάθρο του πρώτου φορολογικού παραδείσου στον κόσμο, χάρη στον επαναπατρισμό των κερδών στις χώρες απ' όπου προέρχονται οι πολυεθνικές (μπροστά κι από τις Βερμούδες): Αυτά τα κέρδη φτάνουν το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι εξελίξεις ωθούν τους οικονομολόγους να μετρούν στο εξής τη δραστηριότητα της ιρλανδικής οικονομίας με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι πλέον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(7). Γιατί, παρά το μικρό μέγεθός της (1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού), η Ιρλανδία προσελκύει το ένα τέταρτο των αμερικανικών επενδύσεων που προορίζονται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων.

Τους αμερικανούς επενδυτές ακολουθούν και μερικοί Γάλλοι. Στις 22 Ιουνίου του 2005, το τηλεοπτικό δελτίο του (δημόσιου γαλλικού) καναλιού France 2 τους αφιερώνει ένα ρεπορτάζ: Ενας εκπατρισμένος «δημιουργός πλούτου» αναφέρεται στη Γαλλία: «Οι εργοδοτικές εισφορές είναι υπερβολικά υψηλές! Μα απίστευτα υψηλές!» Ενας δημοσιογράφος περιγράφει τη χώρα στην οποία βρίσκονται: «Η Ιρλανδία, με τους πολύ χαμηλούς φόρους της και την ιδιαίτερα ευέλικτη κοινωνική νομοθεσία της»...

Ομως, η «ιρλανδική συνταγή» δεν έχει τίποτε το πραγματικό εξαιρετικό. Σε γενικές γραμμές, επιβλήθηκε -με την ονομασία «προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών»- σε πολλές άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν δημιούργησε κι εκεί αντίστοιχα θαύματα; Ισως επειδή, σε τελική ανάλυση, η απογείωση της ιρλανδικής οικονομίας δεν είχε μεγάλη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των ιρλανδών ιθυνόντων που λάτρευαν την «ελευθερία των ανταλλαγών».

Ορισμένοι άλλοι παράγοντες φωτίζουν καλύτερα την κατάσταση. Κατ'αρχάς, η σταδιακή χειραφέτηση των γυναικών. Το 1992, η νομιμοποίηση των αντισυλληπτικών οδηγεί σε σημαντική μείωση της γεννητικότητας. Οι Ιρλανδέζες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.

Συνεπώς, το «θαύμα» εξηγείται επίσης και με την κάλυψη της υστέρησης που χαρακτήριζε μια καθυστερημένη οικονομία. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία ωφελήθηκε λιγότερο από το ξένο κεφάλαιο που φιλοξενούσε, απ' όσο ωφελήθηκε το ξένο κεφάλαιο από το εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που του προσφερόταν σε χαμηλή τιμή. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η Ιρλανδική Δημοκρατία ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες ακόμα και της παραμικρής επιβράδυνσης της δραστηριότητας των ξένων επιχειρήσεων που φιλοξενούσε. Κι όταν από το 2000 η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, ο «Κέλτικος Τίγρης» άρχισε να μουδιάζει.

«Υγιείς» πολιτικές

Ομως, για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μια υποδειγματική λύση: η ιρλανδική οικονομία κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα και να ξαναρχίσει μια δεύτερη ζωή. Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι κι εδώ το κράτος ευνόησε την πιστωτική επέκταση, την «επινοητικότητα» των τραπεζών και κυρίως την κερδοσκοπία στην κτηματαγορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο από εκείνον που παρατηρείται στη Γαλλία, κι ο ρυθμός της έκδοσης οικοδομικών αδειών επιταχύνεται έντονα, χωρίς την παραμικρή σχέση με τη ζήτηση. Πολύ σύντομα, το 17% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους που καταβάλλει ο κατασκευαστικός τομέας.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ανησυχεί. Το 2004, οι εκτελεστικοί διευθυντές του χαιρετίζουν «τις πάντα αξιοθαύμαστες επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας, οι οποίες στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές πολιτικές και προσφέρουν ένα χρήσιμο μάθημα στις υπόλοιπες χώρες(8)». Τι κι αν το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία μειώνεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία; Πρόκειται για κάτι εντελώς αδιάφορο. Ο Τόμας Φρίντμαν, ο ανεκδιήγητος αρθρογράφος που γράφει το κύριο άρθρο των «New York Times», συνοψίζει το δίλημμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες η Γερμανία και η Γαλλία: «Να μετατραπούν σε Ιρλανδία ή να μετατραπούν σε μουσείο» (1η Ιουλίου 2005).

Η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται σιγά σιγά στην οικονομική κρίση, η ιρλανδική οικονομία παίρνει τον κατήφορο, το Χρηματιστήριο του Δουβλίνου καταρρέει. Το 2008, η ανεργία πραγματοποιεί ένα άλμα 85% -πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη- και τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώνονται κατά 13%. Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα που βουλιάζει στην ύφεση. Υπάρχουν «μοντέλα» που χάθηκαν στη λήθη για λιγότερο σημαντικούς λόγους.

Μοντέλο προς μίμηση

Ομως, όπως ο νεοφιλελεύθερος φοίνικας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του για να επιβάλει λύσεις στα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε, έτσι και το ιρλανδικό μοντέλο ανασταίνεται άλλη μια φορά και συνεχίζει να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το δρόμο της λιτότητας, αυτή τη φορά.

Το Δουβλίνο ανάγει την κοινωνική βαναυσότητα σε πραγματική αρετή. Κι εύκολα μαντεύει κανείς, μια κι έχει μετατραπεί πλέον σε συνήθεια, ότι η αυστηρότητα που επιδεικνύει το Δουβλίνο εισάγει «ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να μιμηθούν οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ» («Financial Times», 21 Ιουλίου 2010): μείωση του μισθού των δημόσιων υπαλλήλων (έως και 20%), περικοπή των οικογενειακών επιδομάτων κατά 10%, αντίστοιχη μείωση όλων των κοινωνικών παροχών. Κι όταν τον Φεβρουάριο του 2010 η Ευρώπη θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει «να προχωρήσει ακόμα πιο μακριά» στον δημοσιονομικό ασκητισμό, τι της προτείνει η Γερμανία; Μα, φυσικά, «να μιμηθεί την Ιρλανδία» (Reuters, 16 Φεβρουαρίου 2010).

Τον Απρίλιο, η Ιρλανδία δέχεται -άλλη μια φορά- τα συγχαρητήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το πρότυπο της λιτότητας ανακηρύσσεται σε υπόδειγμα «κοινωνικής συνοχής».

Αν και οι Ιρλανδοί είναι όντως πολύ θυμωμένοι, αυτός ο θυμός δύσκολα εκφράζεται. Η ταυτότητα των δύο μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών (του Fianna F―il και του Fine Gael) οικοδομήθηκε γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας από την αγγλική κυριαρχία, για το οποίο είχαν αντίθετες απόψεις(9). Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ενώνει τα δύο κόμματα. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα συνδικάτα έχουν εμπεδώσει τις αρετές του «κοινωνικού διαλόγου». Κι ο πληθυσμός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία, που καταλήγει, μερικές φορές, να αδιαφορεί για τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Τέλος, καθώς ξαναρχίζει η μετανάστευση(10), και μάλιστα με έντονους ρυθμούς(11), προσφέρεται στους πλέον δυσαρεστημένους η ελπίδα ότι κάπου αλλού τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτούς.

Συνταγή Δουβλίνου

Ηδη από τον Απρίλιο του 2009, ο Μπράιαν Λένιχαν, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, εξέφραζε την ικανοποίησή του επειδή «οι εταίροι μας στην Ευρώπη είναι ενθουσιασμένοι από την ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο. Εάν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο στη Γαλλία, θα είχαν εξεγέρσεις». Εναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν δώσουν στη δημοσιότητα τον δικό τους προϋπολογισμό λιτότητας, οι βρετανοί Συντηρητικοί -οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην εξουσία μαζί με τους φιλελεύθερους συμμάχους τους- έστρεψαν το βλέμμα τους προς την απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: «Εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών πέρασαν πολύ χρόνο σε τηλεφωνικές επαφές με τους ομολόγους τους στο Δουβλίνο για να (...) κατανοήσουν πώς η ιρλανδική κυβέρνηση συνασπισμού κατόρθωσε να πετσοκόψει τις δαπάνες χωρίς να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός παρόμοιος με εκείνον που παρατηρείται στην Ελλάδα» («Financial Times», 23 Μαΐου 2010).

Ομως, η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του ιρλανδικού μοντέλου -η τέταρτη ζωή του- προκαλεί πολύ λιγότερο θαυμασμό(12).

«Εάν η Ιρλανδία δεν είχε ενεργήσει με τον τρόπο που το έκανε, θα μπορούσε να είχε καταλήξει όπως η Ελλάδα», διαβεβαίωναν οι «Financial Times» στις 10 Μαΐου του 2010. Τρεις μήνες αργότερα, στην Αθήνα δικαιούνται να χαμογελούν ειρωνικά. Ακόμα κι η «Wall Street Journal» αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις απόψεις της: «Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε ότι η Ιρλανδία θα κατόρθωνε να επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα χάρη σε ένα επιθετικό πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο που εφαρμόστηκε στη ζώνη του ευρώ. Ομως, καθώς τα προβλήματα της Ιρλανδίας συνεχίζουν να υφίστανται, οι επενδυτές θεωρούν ότι η αξιοπιστία της μειώνεται» (9 Σεπτεμβρίου 2010). Στο εξής, οι επενδυτές φοβούνται την επανάληψη του «ελληνικού σεναρίου», εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών που έχει προκαλέσει η λιτότητα στην Ιρλανδία.

Σήμερα, κανένας πλέον δεν μιλάει για θαύμα. Ωστόσο, από την εμπειρία της Ιρλανδίας μπορούμε να αποκομίσουμε πλήθος διδαγμάτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.

Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% το 2008 και κατά 30% το 2009. Κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών περικοπών, των μισθολογικών περιορισμών και της συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο, κατά 7% το 2009. Με λίγα λόγια, η οικονομική δραστηριότητα έχει γνωρίσει και πολύ καλύτερες εποχές: το 2008, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 3%, ενώ το 2009 έκανε μια βουτιά 11%. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ο «πίθος των Δαναΐδων» της διάσωσης του τραπεζικού τομέα έχει αυξήσει σημαντικά το δημόσιο χρέος. Ενώ το 2001 αντιστοιχούσε στο 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2012 ενδέχεται να ξεπεράσει το 110%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αντιστοιχεί, το 2010, στο... 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 23% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Πρόκειται για πραγματικά ασυνήθιστες εξελίξεις.

Τελευταία πράξη

Μέχρι χθες, οι υπέρμαχοι της λιτότητας συμμερίζονταν τη γνώμη του διευθυντή της σκοτσέζικης εφημερίδας «The Scotsman» και διακήρυσσαν ότι «η ιρλανδική εμπειρία διαψεύδει την κεϊνσιανή κριτική, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιονομικές περικοπές είναι αντιπαραγωγικές γιατί βυθίζουν την οικονομία ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ύφεση» (5 Ιουλίου 2010). Μήπως αυτή η τελευταία μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου πρέπει να τους κάνει να αναθεωρήσουν κάπως τις απόψεις τους;

Πάντως, όσον αφορά το ΔΝΤ, αποκλείεται παρόμοιο ενδεχόμενο. Τον Αύγουστο του 2010, χωρίς να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την έως τώρα στάση του, κάλεσε το Δουβλίνο να «προχωρήσει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών» («Financial Times», 26 Αυγούστου 2010).

(1) Αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole στο «Ship of Fools. How Stupidity and Corruption Sank the Celtic Tiger, Faber and Faber», Λονδίνο 2010.

(2) Perspectives, Μόντρεαλ, 30 Απριλίου 2008.

(3) Συμπεράσματα μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από τη The Americas Society, τον Αύγουστο του 2007.

(4) (ΣτΜ) Οταν η συντηρητική κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ επιχείρησε να ξηλώσει το ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο και στο μετρό ξεκίνησαν απεργία πολλών εβδομάδων, καταλαμβάνοντας τα αμαξοστάσια, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει εντελώς. Καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συντάχθηκε με το μέρος των απεργών -παρά την ταλαιπωρία- η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

(5) 12,5% από το 2003.

(6) Κυβερνητικό φυλλάδιο το οποίο αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole, ό.π.

(7) Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μετράει τη συνολική αξία της παραγωγής μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εθνικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετράει τον πλούτο που παράγεται από τους κατοίκους μιας χώρας, στην εγχώρια αγορά ή αλλού. Συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνει τα κέρδη που εισάγουν στη χώρα από το εξωτερικό οι ξένες πολυεθνικές που την επιλέγουν ως έδρα τους.

(8) Αναφέρεται από τον Jim Ο'Leary στο «External surveillance of Irish fiscal policy during the boom», μπλογκ The Irish Economy, Ιούλιος 2010.

(9) (ΣΤΜ) Το πρώτο ήταν περισσότερο εθνικιστικό και ριζοσπαστικό, ενώ το δεύτερο προτιμούσε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς και συμβιβαζόταν με μικρότερες, σταδιακές κατακτήσεις. Να σημειωθεί ότι, την περίοδο 1922-1923, ξέσπασε ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ρεύματα.

(10) (ΣτΜ) Η Ιρλανδία ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, σημαντική χώρα εξαγωγής μεταναστών και η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ιρλανδική κουλτούρα. Μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, πλήθος Ιρλανδών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει (κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), όταν οι Αγγλοι άποικοι κατάσχεσαν τη γη του.

(11) Το 2009, στην Ιρλανδία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (9 στους 1.000 κατοίκους), με τη Λιθουανία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση αυτής της κατάταξης (4,6 στους 1.000).

(12) (ΣτΕ) Διαβάστε επίσης, «Κ.Ε.»- «Le Monde Diplomatique., «Μύθοι και αλήθειες της Ιρλανδίας», 22/08/2010 και στο Ιντερνετ «Le "miracle" irlandais ne seduit plus les medias» (http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2010-10-01-miracle-irlandais)

*Δημοσιογράφος «Le Monde diplomatique».

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=211597