29.4.10

Μαρξιστική προσέγγιση του Δημοσίου Χρέους

Το χρέος τους είναι πλούτος που μας ανήκει!

«Το δημόσιο χρέος, δηλαδή το ξεπούλημα του κράτους - αδιάφορο αν είναι απολυταρχικό, συνταγματικό ή δημοκρατικό κράτος - βάζει τη σφραγίδα του στην κεφαλαιοκρατική εποχή. Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο χρέος τους (...). Το δημόσιο χρέος γίνεται το credo (πιστεύω) του κεφαλαίου. Και από τη στιγμή που εμφανίζεται η χρέωση του δημοσίου, τη θέση του αμαρτήματος ενάντια στο άγιο πνεύμα, για το οποίο δεν υπάρχει άφεση, την παίρνει η καταπάτηση της πίστης απέναντι στο δημόσιο χρέος.
*
Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο δραστικούς μοχλούς της πρωταρχικής συσσώρευσης. Σαν σε μαγικό ραβδί προικίζει το μη παραγωγικό χρήμα με παραγωγική δύναμη και το μετατρέπει έτσι σε κεφάλαιο, χωρίς νάναι υποχρεωμένο να εκτεθεί στους κόπους και στους κινδύνους που είναι αχώριστοι από τη βιομηχανική μα ακόμα κι από την τοκογλυφική τοποθέτηση. Οι πιστωτές του δημοσίου στην πραγματικότητα δεν δίνουν τίποτα, γιατί το ποσό που δανείζουν μετατρέπεται σε κρατικά ευκολομεταβιβάσιμα χρεώγραφα που στα χέρια τους εξακολουθούν να λειτουργούν, όπως θα λειτουργούσαν αν ήταν ισόποσο μετρητό χρήμα.
*
Ασχετα όμως κι από την τάξη των αργόσχολων εισοδηματιών που δημιουργείται μ' αυτόν τον τρόπο και τον αυτοσχέδιο πλούτο των χρηματιστών που παίζουν το ρόλο του μεσίτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο έθνος - καθώς και των φοροενοικιαστών, των εμπόρων, των ιδιωτών εργοστασιαρχών, που μια καλή μερίδα κάθε κρατικού δανείου τους προσφέρει την υπηρεσία ενός κεφαλαίου πεσμένου από τον ουρανό - το δημόσιο χρέος έχει δημιουργήσει τις μετοχικές εταιρείες, το εμπόριο με συναλλάξιμες αξίες όλων των ειδών, την επικαταλλαγή, με δυο λόγια: το παιχνίδι στο χρηματιστήριο και τη σύγχρονη τραπεζοκρατία.
*
Οι στολισμένες με εθνικούς τίτλους μεγάλες τράπεζες ήταν από τη γέννησή τους απλώς εταιρίες ιδιωτών σπεκουλάντηδων, που στάθηκαν στο πλευρό των κυβερνήσεων και που, χάρη στα προνόμια που πήραν, ήταν σε θέση να δανείζουν σ' αυτές χρήματα. Γι' αυτό η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν έχει άλλον πιο αλάθητο μετρητή από την προοδευτική άνοδο των μετοχών αυτών των τραπεζών, που η πλέρια ανάπτυξή τους χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694).
*
Η Τράπεζα της Αγγλίας άρχισε τη δράση της δανείζοντας στην κυβέρνηση τα χρήματά της με τόκο 8%. (...) Δεν πέρασε πολύς καιρός και το πιστωτικό αυτό χρήμα, που δημιούργησε η ίδια, έγινε το νόμισμα, με το όποιο η Τράπεζα της Αγγλίας έδινε δάνεια στο κράτος και πλήρωνε για λογαριασμό του κράτους τους τόκους του δημοσίου χρέους. Και σα να μην ήταν αρκετό ότι έδινε με το ένα χέρι για να εισπράττει περισσότερα με τ' άλλο, έμενε, ακόμα και τη στιγμή που εισέπραττε, αιώνιος πιστωτής του έθνους ως την τελευταία πεντάρα που είχε δώσει. Σιγά - σιγά έγινε ο αναπόφευχτος φύλακας του μεταλλικού θησαυρού της χώρας και το κέντρο έλξης όλης της εμπορικής πίστης. Τον ίδιο καιρό που έπαψαν στην Αγγλία να καίνε μάγισσες, άρχισαν να κρεμούν παραχαράκτες τραπεζογραμματίων. Ποια είναι η εντύπωση που προκάλεσε στους συγχρόνους τους η ξαφνική εμφάνιση αυτής της φάρας των τραπεζοκρατών, χρηματιστών, εισοδηματιών, μεσιτών, σπεκουλάντηδων και σκυλόψαρων του χρηματιστηρίου, το δείχνουν τα γραφτά του καιρού εκείνου, λ.χ. του Μπόλινμπροκ.
*
Μαζί με τα δημόσια χρέη δημιουργήθηκε ένα διεθνές πιστωτικό σύστημα, που συχνά για τούτον ή για κείνον το λαό αποτελεί μιαν από τις κρυφές πηγές της πρωταρχικής συσσώρευσης. Ετσι, οι προστυχιές του βενετσιάνικου ληστρικού συστήματος αποτελούν μια τέτοια κρυφή βάση του κεφαλαιϊκού πλούτου της Ολλανδίας, που η Βενετία της παρακμής της δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις Ολλανδίας και Αγγλίας. Στις αρχές κιόλας του 18ου αιώνα έχουν υπερφαλαγγιστεί κατά πολύ οι μανουφακτούρες της Ολλανδίας, που έχει παύσει να είναι κυρίαρχο εμπορικό και βιομηχανικό έθνος. Γι' αυτό από το 1701 έως το 1776 μια από τις κύριες επιχειρήσεις της Ολλανδίας είναι να δανείζει τεράστια κεφάλαια, ειδικά στον ισχυρό ανταγωνιστή της, την Αγγλία. Κάτι παρόμοιο γίνεται σήμερα και ανάμεσα στην Αγγλία και τις Ενωμένες Πολιτείες. Πολλά κεφάλαια, που εμφανίζονται σήμερα στις Ενωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, είναι, αίμα παιδιών που μόλις χτες έχει κεφαλαιοποιηθεί στην Αγγλία.
*
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεολυτικές κλπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν' αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα, χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων εκτάκτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Ετσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, - που άξονάς του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμά τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή (...).
*
Ο μεγάλος ρόλος, που το δημόσιο χρέος και το αντίστοιχό του φορολογικό σύστημα παίζουν στην κεφαλαιοποίηση του πλούτου και στην απαλλοτρίωση των μαζών, ώθησε πλήθος συγγραφείς, όπως τον Κόμπετ, τον Ντάμπλνταιη και άλλους, να κάνουν το λάθος ν' αναζητούν σ' αυτό τη βασική αιτία της αθλιότητας των συγχρόνων λαών».
*
(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», Τόμος Α', σελ. 779 - 781)
Πηγή: Ριζοσπάστης
και εδώ: http://tvxs.gr/news/%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B1%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CF%80%CE%B1%CE%BD/%CE%BF-%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%BE-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CF%8C%CF%83%CE%B9%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%AD%CE%BF%CF%82

28.4.10

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΟ ΔΝΤ

25.04.10

Εξακολουθεί η Ελλάδα να είναι παγκόσμιο πειραματόζωο

Του
Γιάννη Δραγασάκη*


Σε ό, τι αφορά στην Ελλάδα. Η συμβολή του μηχανισμού στη διαχείριση του χρέους είναι αμφίβολη. Δεν αποκλείεται, λένε οι ειδικοί, να συνεχίσουν ν’ ανεβαίνουν τα spreads, διότι οι ιδιώτες κάτοχοι των ομολόγων, ξέροντας ότι η πολιτική του ΔΝΤ θα δημιουργήσει ύφεση, θα αμφιβάλουν τώρα πια όχι για το δημόσιο αυτό καθ’ εαυτό αλλά για το αν μια χώρα σε ύφεση θα μπορεί κάποτε να εξασφαλίσει την αποπληρωμή του συσσωρεμένου χρέους. Άρα το έδαφος παραμένει ολισθηρό, και να είμαστε ανοιχτοί σε νέες, ακόμη χειρότερες εκδοχές της ελληνικής κρίσης.

Σε ό, τι αφορά στα μέτρα, αφενός υλοποιείται το πρόγραμμα που ήδη έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση στις 3 Μάρτη. Τώρα το Δ.Ν.Τ. θα ζητήσει η μείωση μισθών να επεκταθεί και στον ιδιωτικό τομέα. Η λογική τους είναι ότι ‘εφόσον δεν έχετε εθνικό νόμισμα να υποτιμήσετε, πρέπει να υποτιμήσετε τους μισθούς’. Λένε τιμές και μισθούς, αλλά επειδή οι τιμές δεν πέφτουν λόγω της μονοπωλιακής διάρθρωσης της οικονομίας θα έχουμε μείωση μισθών.
Το δεύτερο μεγάλο θύμα είναι το ασφαλιστικό όπου εδώ δεν είναι απλά η περικοπή των συντάξεων, η άνοδος των ορίων ηλικίας κτλ. Είναι πιο επιθετικός, απαιτείται η διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης όπως τη γνωρίσαμε, ο διαχωρισμός της σε δύο συντάξεις, μια εθνική της τάξης των 300 - 360 ευρώ το πολύ και από εκεί και πέρα μια ανταποδοτική σύνταξη.
Ο στρατηγικός στόχος εδώ είναι ο εξής: επειδή προβλέπεται ότι σε μια φθίνουσα οικονομία θα επέλθει στο μέλλον σύγκρουση και δυσκολία σ΄ ό, τι αφορά στη διανομή της πίτας ανάμεσα σε τόκους και συντάξεις, ο στόχος είναι να διασφαλιστεί από τώρα με τρόπο θεσμικό ότι η αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις δεν θα απειλήσουν τις προσόδους των πιστωτών.
Γι’ αυτό απαιτούν να θεσμοθετηθεί ότι το κονδύλι για τις συντάξεις θα είναι σταθερό αιωνίως, ως το 2050, και δεν θα υπερβαίνει αυτό που ήταν το 2008 δηλαδή 4,5% του ΑΕΠ, τόσο πρέπει να είναι και το 2020 και το 2030 και 2040, παρ’ όλο που οι συνταξιούχοι θα διπλασιασθούν! Αυτό είναι το κλειδί, κατά την άποψή μου, του σχεδίου και η έλευση του ΔΝΤ σε μεγάλο βαθμό γίνεται για να επιβληθεί αυτή η ρύθμιση «βόμβα» στα θεμέλια της κοινωνίας για όλα τα επόμενα χρόνια.
Δεν θα επεκταθώ σε άλλα μέτρα, είναι προφανές ότι θα έχουμε και νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, απελευθερώσεων κλπ, και όλα αυτά θα δικαιολογηθούν στο όνομα της ανάπτυξης.

Στην παγίδα του χρέους

Οι συνέπειες πρέπει να μελετηθούν. Με τα δεδομένα που έχουμε ως τώρα φαίνεται ότι θα έχουμε ύφεση απροσδιόριστης έντασης και διάρκειας. Ήδη εκτιμούν από -2% έως -4% για φέτος. Η δεύτερη διάσταση είναι η ανεργία, τουλάχιστον 12% - 13% για τα επόμενα δυο χρόνια, που σημαίνει πραγματική πάνω από 15%. Αναδιάρθρωση της οικονομίας με κλείσιμο μικρών, αλλά όχι μόνο, επιχειρήσεων. Αναδιάρθρωση της οικονομίας με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συγκέντρωση του κεφαλαίου και το μονοπωλιακό έλεγχό της. Μεγαλύτερη εξάρτηση από το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Με όλες αυτές τις θυσίες υπάρχει περίπτωση να λυθεί το πρόβλημα; Το ΔΝΤ έχει ένα μοντέλο το οποίο προβλέπει δυο πράγματα. Αυτά που είπα και άλλα που φέρνουν την ύφεση και δεύτερον υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που δημιουργεί μια πληθωριστική ανάπτυξη που εξισορροπεί την ύφεση. Στην Ελλάδα υπάρχει το πρώτο σκέλος χωρίς το δεύτερο. Εξακολουθεί η Ελλάδα να είναι παγκόσμιο πειραματόζωο, για να δούμε τι θα συμβεί αν εφαρμοσθεί αυτό που ονομάζουν ‘εσωτερική υποτίμηση’.
Δική μας εκτίμηση είναι ότι η Ελλάδα, μ΄ όλη αυτή την πολιτική, είναι μέσα στην παγίδα του χρέους. Κυρίως, όμως, πρέπει να δούμε ότι η κρίση απ’ εδώ και πέρα παύει να είναι ένα οικονομικό φαινόμενο, είναι κυρίως κοινωνικό, πολιτισμικό και πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας, με ένταση, και σ’ αυτές τις πλευρές.
Το σημαντικότερο, από μια άποψη, ερώτημα είναι το τι θα μπορούσε να γίνει, τι δεν έγινε. Βεβαίως, μιλώντας για μια καπιταλιστική κρίση, παγκόσμια, δομικού χαρακτήρα, για έξοδο απ’ αυτή την κρίση προφανώς πρέπει να μιλήσουμε για μία κοινωνία η οποία αντιμετωπίζει και τις αιτίες των κρίσεων, και όχι μόνο την υπέρβαση αυτής της κρίσης. Άρα, θέλω να πω, ο αγώνας εδώ και η συζήτηση για τη διέξοδο πρέπει να είναι συνυφασμένα με τον αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλισμού. Διαφορετικά όλα τα άλλα θα έχουν τα όριά τους. Όμως για τις ανάγκες της σημερινής συζήτησης θα περιοριστώ στα συγκεκριμένα.

Υπήρχε διαφορετική
αντιμετώπιση

Θα μπορούσε από τον Οκτώβρη, έστω, να υπάρξει μια διαφορετική αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους και να αποφύγουμε ό, τι ζούμε σήμερα; Νομίζω ναι. Για τους εξής συγκεκριμένους λόγους. Αν δείτε, πρώτον, τα συγκριτικά στοιχεία Ελλάδας και ΕΕ, η απόκλιση δεν είναι τόσο στο σκέλος των δαπανών αλλά των εσόδων. Έχουμε πολύ λιγότερα έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, σε σχέση με τις άλλες χώρες. Υπάρχει ένα περιθώριο, 5 ποσοστιαίες μονάδες, να βελτιωθούν τα έσοδα αν έχουμε ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα και αν αντιμετωπισθεί η φοροδιαφυγή. Δεύτερον η Ελλάδα είναι η χώρα με τους μεγαλύτερους εξοπλισμούς σ’ όλη την Ευρώπη. Τρίτον οι δημόσιες δαπάνες. Έχω τη γνώμη ότι στην αριστερά έχουμε υποτιμήσει αυτό το θέμα, διότι έχουμε αφήσει να εννοηθεί ότι αριστερή πολιτική δαπανών είναι η αύξηση των δαπανών. Να αποσαφηνίσουμε ότι αριστερή πολιτική είναι η πολιτική αύξησης της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών. Αν το προσεγγίσουμε έτσι το ζήτημα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν και περιθώρια μείωσης των δαπανών και κυρίως βελτίωσης της κοινωνικής αποτελεσματικότητάς τους. Τέταρτον, υπήρχε δημόσια περιουσία χωρίς καν καταγραφή. Πέμπτον, υπάρχει ένα θέμα στρατηγικής δανεισμού. Υπήρχαν εναλλακτικές πηγές δανεισμού, ας πούμε απ΄ την Κίνα, τους Άραβες, τη Ρωσία, κτλ; Η κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει. Έκτον, μέτρα ανάσχεσης της κρίσης, όπως τα λέγαμε από το 2008, να μην βαθύνει η ύφεση κλπ. Με δημόσιες επενδύσεις, δημόσιες πολιτικές για την υγεία, το περιβάλλον, επιτάχυνση απορρόφησης του ΕΣΠΑ. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Μια άλλη πολιτική διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους, ενεργότερη αξιοποίηση, ό, τι επιχειρήσαμε να κάνουμε εμείς, ένα μικρό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο Συνασπισμός. Με χώρες που έχουν ή θα αντιμετωπίσουν το ίδιο πρόβλημα. Το συμπέρασμα είναι ότι υπήρχαν άλλες δυνατότητες οι οποίες δεν αξιοποιήθηκαν και μερικές υπάρχουν και σήμερα.
Ζούμε, νομίζω, μια κατάσταση η οποία υπερβαίνει τη συγκυρία, το δικομματικό σύστημα, όπως έχει δομηθεί. Δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος ή πολιτικές ή πρωτοβουλίες διεξόδου μέσα απ’ αυτό. Νομίζω ότι έχει έλθει η ώρα της κοινωνίας. Και ακριβώς ευθύνη της Αριστεράς σήμερα είναι να βρει εκείνες τις στρατηγικές μέσα στις οποίες θα ενεργοποιηθεί η κοινωνία και οι εργαζόμενοι και ο κόσμος της εργασίας και της γνώσης σε πρώτη γραμμή, ούτως ώστε να μετατρέψουμε αυτή την κρίση σε μια ευκαιρία ανάπτυξης και ανάτασης του κινήματος, για έναν νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό εξουσίας, που θα εφαρμόσει ένα σύγχρονο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, για ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας.


Τέσσερις Αρχές για μια αριστερή πολιτική

Δεν αρκούν μέτρα παραμετρικά. Έχουμε μπει σε νέο στάδιο όπου τίθενται μεγάλα θέματα σ’ ό, τι αφορά στη ρύθμιση του συσσωρεμένου χρέους και σε ό, τι αφορά στην ανάπτυξη και στον τύπο της ανάπτυξης, από ποιον και για ποιον. Θα απαριθμήσω τέσσερις αρχές που, κατά τη γνώμη μου, έχουν σημασία για τη συγκρότηση μιας εναλλακτικής αριστερής πολιτικής.
Πρώτη Αρχή. Υπάρχει ένας πληθωρισμός ιδεών και προτάσεων: να ζητήσουμε στάση πληρωμών, αναρρύθμιση, αναδιάρθρωση του χρέους, αναδιαπραγμάτευση, διαγραφή μέρους του χρέους κτλ. Έχει, νομίζω. σημασία να συμφωνήσουμε ότι όλα αυτά είναι σημαντικά, εννοώ η αναδιάρθρωση, η αναρρύθμιση, η διαγραφή μέρους του χρέους είναι σημαντική και αναγκαία και ίσως καταστεί και αναπόφευκτη. Όμως το χρέος δεν παύει να είναι σύμπτωμα. Και όχι αιτία. Άρα η όποια ρύθμιση του χρέους είναι μεν αναγκαία, όχι πανάκια. Πρέπει επομένως να το δούμε ως μέσο για την υλοποίηση ενός προγράμματος. Δηλαδή, αν μας σβήσει κάποιος το μισό χρέος και δεν έχουμε κρίση, αν συνεχίσει η οικονομία και το κράτος να λειτουργούν έτσι, σε λίγα χρόνια θα έχουμε ξανά κρίση χρέους. Άρα το πρώτο για την Αριστερά είναι το Πρόγραμμα ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού της Οικονομίας, της Κοινωνίας, του Κράτους, της Διοίκησης και ως μέσο για την υλοποίησή του, μαζί με πολλά άλλα, είναι και μια παρέμβαση στο επίπεδο του χρέους. Και βέβαι, όταν λέω πρόγραμμα, εννοώ το κίνημα και την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα το εφαρμόσει.
Δεύτερη Αρχή. Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή, ποια είναι η αριστερή πολιτική; Η παύση πληρωμών, η διαγραφή, η αναρρύθμιση, η αναδιαπραγμάτευση. Πού είναι το αριστερό; Διότι εδώ έχουμε το εξής πρόβλημα: οι ίδιες προτάσεις, χονδρικά, διατυπώνονται και από το χώρο της Αριστεράς και από το χώρο της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Π.χ. ο κ. Ανδιανόπουλος. Νομίζω λοιπόν ότι η διαχωριστική γραμμή πρέπει να τεθεί όχι τόσο στο είδος της ρύθμισης που θα γίνει στο επίπεδο του χρέους όσο στο σχέδιο στο οποίο θα εντάσσεται η όποια ρύθμιση. Δηλαδή, μπορεί να δούμε ρύθμιση - και να μην μας κάνει εντύπωση - που να περιλαμβάνει ακόμη και διαγραφή του χρέους και να εντάσσεται σε ένα πολιτικό σχέδιο αναθεμελίωσης στην Ελλάδα ενός καπιταλισμού σε πιο άγρια νεοφιλελεύθερη βάση. Υπήρξε το σχέδιο Μπράντι διεθνώς το ’89 το οποίο προέβλεπε αναστολή πληρωμών, διαγραφή μέρους, μείωση επιτοκίων, αλλά ήταν δώρο στις ελίτ διαφόρων υπερχρεωμένων χωρών για να μπορέσουν να εδραιώσουν τη θέση τους. Άρα το αριστερό προσδιορίζεται από το συνολικό σχέδιο το οποίο υπηρετείται και από μια πολιτική χρέους και όχι αυτόνομα η α΄ ή β΄ ρύθμιση.
Τρίτη Αρχή. Το δημόσιο χρέος δεν είναι οικονομικό μέγεθος, απλός αριθμός, είναι σχέση κοινωνική, σύνθετη και ασύμμετρη. Ασύμμετρη με την έννοια ότι απ’ τη μια μεριά έχεις τους παγκόσμιους δανειστές ενωμένους μέσω θεσμών όπως είναι το ΔΝΤ και οι αγορές ομολόγων, κ.τ.λ. και από την άλλη έχεις τους οφειλέτες φτερό στον άνεμο, κάθε χώρα μόνη της. Δεύτερο, τα spreads αυξάνουν όχι μόνο λόγω των εσωτερικών προβλημάτων μιας χώρας. Στην Ελλάδα αυξήθηκαν όχι τόσο λόγω αύξησης του ελλείμματος αλλά κυρίως λόγω αύξησης του παγκόσμιου κινδύνου. Άρα από τη μια έχεις έναν ανεξέλεγκτο παγκόσμιο κίνδυνο, από την άλλη έχεις προσπάθεια και απαίτηση εθνικής διαχείρισης αυτού του κινδύνου μέσα σε περιορισμένα εθνικά πλαίσια. Επομένως θεωρώ την Τρίτη αρχή, ειδικά για την Αριστερά, σημαντική. Και η αρχή αυτή είναι ότι το ζήτημα του χρέους και της διεκδίκησης μιας δίκαιης ρύθμισής του, πρέπει να τεθεί ως ένα διεθνές αίτημα και να αφορά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες που έχουν ή θα αντιμετωπίσουν ανάλογο πρόβλημα.
Τέταρτη Αρχή. Αυτή είναι πρώτη σε σημασία: διαφάνεια και δημοκρατία. Ποιος αποφασίζει; Όλες αυτές οι αποφάσεις εμπεριέχουν ρίσκα. Ποιος αναλαμβάνει την ευθύνη; Τι διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση με το Δ.Ν.Τ.; Τι συζητείται πίσω από τις πόρτες των Υπουργείων, τι όροι συνομολογούνται; Τι συμβόλαια υπογράφονται και με ποιο δικαίωμα δημοκρατικό το κάνει αυτό η κυβέρνηση; Με ποια νομιμοποίηση; Με ποια έγκριση του λαού το κάνει; Με βάση αυτό μπορούμε και εμείς, μπορεί κανείς να ζητήσει διάφορες μορφές έκφρασης της βούλησης του λαού. Μια μορφή τέτοια μπορεί να είναι το δημοψήφισμα. Αλλά πέρα από το δημοψήφισμα τίθεται ένα θέμα δημοκρατίας, όχι μόνο στο εθνικό επίπεδο.

* Απόσπασμα από Ομιλία σε εκδήλωση Πανεπιστημιακών Συνασπισμού για την οικονομική κρίση, την Παρασκευή το βράδι. Η ευθύνη της απομαγνητοφώνησης είναι
της «Εποχής»

26.4.10

Inflate the Debt!!!

Εδώ και μήνες το 'έχω στο μυαλό μου. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα. Όλος ο αναπτυγμένος κόσμος χρωστάει. Μετά την Ελλάδα ενδεχομένως να ακολουθήσει η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, οι Η.Π.Α, η Ιαπωνία. Το πρόβλημα δεν είναι τα ελλείμματα. το πρόβλημα είναι ότι τα κράτη δουλεύουν για το χρηματιστικό κεφάλαιο. Το χρηματιστικό κεφάλαιο συσσωρεύει πλούτο και οι λαοί εξωθούνται σε προγράμματα λιτότητας. Η λύση δεν είναι οι περικοπές...αλλά ο πληθωρισμός. Όχι όμως μονομερώς η κάθε μία χώρα αλλά συντονισμένα. Να κοπεί χρήμα σε ένα χαμηλό αλλά σταθερό ρυθμό, έτσι ώστε και ο πληθωρισμός να παραμείνει συγκρατημένος και να μην οδηγηθούμε σε φαινόμενα υπερπληθωρισμού, αλλά και το χρηματιστικό κεφάλαιο να αποπληρωθεί με χαρτιά. Πόσα χρωστάμε....Πάρτε τα. Για αυτό ο πληθωρισμός ξορκίζεται ως το μέγιστο κακό από το κατεστημένο. Θίγει το χρηματιστικό κεφάλαιο. μεταφέρει πλούτο από τους δανειστές στους δανειζόμενους... Άλλη λύση όμως δεν υπάρχει. ή διαρκής λιτότητα, ανέχεια και φτώχεια ή πληθωρισμός για την αποπληρωμή των χρεών...διαλέγουμε και παίρνουμε.

18.4.10

Η ΑΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Άρθρο του Κώστα ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ,
από το ΜΠΛΟΚΟ τεύχος Ο, Μάρτιος 2010

Είναι πλέον κοινός τόπος να επισημαίνεται η αφωνία της Αριστεράς στις σημερινές συνθήκες οξύτατης κρίσης του καπιταλισμού, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Ορισμένοι διατείνονται ότι η Αριστερά δεν έχασε τη φωνή της και ότι καταθέτει συνεχώς προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως, ακόμη και αν αυτό είναι ακριβές, είναι γενική η αίσθηση ότι οι αριστερές προτάσεις δεν είναι ευδιάκριτες μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων που μας συγκλονίζουν και ότι, συνεπώς, οι προτάσεις αυτές δεν βρίσκονται στο ύψος των προσδοκιών του κόσμου της εργασίας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται παρόμοια αφωνία από την πλευρά της Αριστεράς, εφόσον και κατά τη μεγάλη κρίση του 1930 είχε επισημανθεί ακριβώς ανάλογο φαινόμενο από την πλευρά των αριστερών κομμάτων της εποχής. Τόσο τα κομμουνιστικά κόμματα της Διεθνούς όσο και τα σοσιαλιστικά είχαν συναγωνιστεί τα φιλελεύθερα στις μονεταριστικές επιλογές και προτεραιότητες. Είχαν υιοθετήσει τη μονεταριστική αρχή σύμφωνα με την οποία πρώτος κίνδυνος είναι ο πληθωρισμός, στο μέτρο που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη του εργατικού εισοδήματος, και βρέθηκαν έτσι να συμπλέουν με την οικονομική «ορθοδοξία», δηλαδή το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εναντίον όσων απέδιδαν προτεραιότητα στην καταπολέμηση της ανεργίας, έστω και με τίμημα την ενδεχόμενη επιτάχυνση του πληθωρισμού. Η διεθνής Αριστερά του 1930 είχε έτσι αποδοκιμάσει τον Κέινς, όπως και τον Ρούζβελτ, με το φιλελεύθερο επιχείρημα ότι δημιουργούσαν τεχνητή και απατηλή απασχόληση, με εφήμερη διάρκεια και με πληθωριστικές συνέπειες που κατέτρωγαν το εργατικό εισόδημα.

Παρόμοια ήταν η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία του 1936, που έφθασε στην εξουσία με σημαία τον αντιπληθωρισμό. Χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί η πρωτοφανής εργατική εξέγερση, με καταλήψεις όλων των εργοστασίων της χώρας κατά το τρίμηνο του καλοκαιριού του 1936, για να δεχθεί η κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ, σε συνεργασία με το Κομμουνιστικό Κόμμα να εγκαταλείψει την πολιτική του σκληρού νομίσματος και να αποδεχθεί ως προτεραιότητα την αποκατάσταση της απασχόλησης.

Στην εποχή μας, η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι προϊόντα της συνεργασίας των Γάλλων Σοσιαλιστών, σε συγκυβέρνηση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις, και του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Με τους όρους αυτών των συνθηκών, η Ευρώπη υπερηφανεύεται σήμερα όσο το ευρώ υπερτιμάται έναντι των άλλων νομισμάτων, έστω και αν αυτό μεταφράζεται σε πρωτοφανή διόγκωση της ευρωπαϊκής ανεργίας, που υπερβαίνει τα αντίστοιχα επίπεδα όλων των άλλων οικονομικών περιοχών του πλανήτη. Η Ευρωζώνη πραγματοποιεί έτσι σοβαρά πλεονάσματα, με τίμημα την υψηλή ανεργία. Όμως, εάν ανακύκλωνε τα πλεονάσματά της στο εσωτερικό της ζώνης, τότε το ευρώ θα κατερχόταν σε χαμηλότερη διεθνή θέση, η οικονομία θα γινόταν ανταγωνιστικότερη και η ανεργία θα μειωνόταν δραστικά.

Στο χώρο της Αριστεράς κυκλοφορούν σήμερα απόψεις που την απομονώνουν από τις συζητήσεις για έξοδο από την κρίση, αλλά και κατ’ επέκταση από τις κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται σχετικά με τον προσδιορισμό μιας κοινωνική πορείας για την έξοδο από την κρίση. Ορισμένοι διακηρύσσουν την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός δεν δέχεται να τεθεί υπό κανένα έλεγχο και ότι κάθε προσπάθεια ελέγχου και ρύθμισης είναι εκ των προτέρων μάταιη και καταδικασμένη. Ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του ασύδοτος και ασύδοτος θα παραμείνει. Κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να διακηρύσσουν ότι δεν είναι υπόθεση της εργατικής τάξης να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα του καπιταλισμού και συνεπώς για αυτά μόνος αρμόδιος είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός. Όμως, εδώ λησμονείται η εκτίμηση του ίδιου του Κάρολου Μαρξ το 1848 ότι, από τη φύση της, η αστική τάξη δεν μπορεί να προσφέρει παρά μόνον ιδιοτελή διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών πραγμάτων, ενώ από την άλλη πλευρά, το προλεταριάτο, επίσης από τη φύση του, λόγω του ότι στερείται των πάντων, δεν έχει ιδιοτελές συμφέρον και το πραγματικό συμφέρον του ταυτίζεται με εκείνο ολόκληρης της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει μια κοινωνική τάξη με συνολική θέαση της κοινωνίας, αυτή είναι κατεξοχήν η εργατική, περισσότερο από κάθε άλλη τάξη, και μάλιστα πολύ περισσότερο από την αστική, η οποία εξ ορισμού διέπεται από τον ιδιοτελή νόμο της μεγιστοποίησης του ιδιωτικού κέρδους.

Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα έδωσε το σύνθημα για πρωτοβουλίες διάσωσης μεγάλης έκτασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αρκετοί από το χώρο της Αριστεράς βρέθηκαν να τον κατηγορήσουν ότι με αυτό τον τρόπο διόγκωνε τα δημόσια ελλείμματα και συνεπώς ευνοούσε την επιβολή πρόσθετων φόρων εις βάρος των φορολογούμενων. Ενώ η αιχμή του δόρατος έπρεπε να είναι τελείως διαφορετική: το έλλειμμα θα έπρεπε να χρηματοδοτεί την απασχόληση και τους αδύναμους δανειολήπτες, και όχι τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στη χώρα μας, το 50% του τρέχοντος δημόσιου ελλείμματος οφείλεται στις επιδοτήσεις που δόθηκαν κατά το προηγούμενο έτος από το κράτος με χρήματα των φορολογουμένων προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το τελευταίο παρέλαβε τις επιδοτήσεις, προκειμένου να διατηρήσει τις πιστώσεις του προς την οικονομία, αλλά στη συνέχεια τις περιέκοψε κατά 60%.

Η ελληνική Αριστερά τονίζει βέβαια ότι η επιχειρούμενη πολιτική λιτότητας που επιβάλλεται από τις Βρυξέλλες είναι μονόπλευρα ταξική και κοινωνικά άδικη, εις βάρος της εργασίας, ότι είναι αναποτελεσματική, αλλά δεν θέτει με πολιτική σαφήνεια το έτερο σκέλος, δηλαδή την αναπόδραστη ανάγκη πρόσθετης χρηματοδότησης της οικονομίας, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση και να διασφαλισθεί η ανάκαμψη. Το ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται οπωσδήποτε ριζική αναδιάρθρωση δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερη η κατάρρευση προκειμένου να κτισθεί από την αρχή ένα νέο υγιές σύστημα. Όταν ο κινητήρας σπάσει, τότε η οικονομία δεν κατευθύνεται πουθενά, αλλά κείται στο έδαφος. Μόνον όταν ο κινητήρας παραμένει σε κίνηση τότε και η οικονομία μπορεί να οδηγηθεί, με κατάλληλες παρεμβάσεις, προς υγιέστερα, παραγωγικότερα και κοινωνικά δικαιότερα, πρότυπα.

9.4.10

Αγνωσται αι βουλαί των αγορών

Του Πάσχου Μνδραβέλη

Στη θεολογία υπάρχει κάποιος που «τα πάντα εν σοφία ποιεί», με τις αγορές τα πάντα είναι καλά καμωμένα.
Οι πιστοί κάθε δόγματος έχουν λύσει διά παντός το πρόβλημα της πραγματικότητας. Εχουν ένα αλάνθαστο εργαλείο εξήγησης. Τα πάντα είναι βούληση Θεού. Το ίδιο και τα αντίθετά τους. Εχει καλό καιρό; Είναι ευλογία Θεού. Εχει πλημμύρες και καταστροφές; «Ο Κύριος μάς τιμωρεί». Με τον Θεό δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος. Μπορεί να ζεις κατά τας Γραφάς και παρ' όλα αυτά ο Θεός να σε «δοκιμάζει». Η Βίβλος είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Η προβλεψιμότητα κάθε μεταφυσικού δόγματος είναι μηδενική. Το διαλαλούν εξάλλου και οι πιστοί του: άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου...

Το πρόβλημα της μηδενικής προβλεψιμότητας είναι το πρώτο κοινό της θεολογίας με τις διεθνείς χρηματαγορές. Οσοι προσπάθησαν να κάνουν επιστήμη με την κίνηση των αγορών κάηκαν. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των Robert C. Merton και Myron S. Scholes, που πήραν βραβείο Νομπέλ για τη θεωρία της μακρόχρονης διαχείρισης κεφαλαίων και χρεοκόπησαν μόλις την εφάρμοσαν.

Το δεύτερο κοινό με τη θεολογία είναι η εκ των υστέρων εξήγηση-δικαιολόγηση της πραγματικότητας. Στην ελληνική περίπτωση, τα ακούσαμε όλα. Σύμφωνα με τις ex post (και διαδοχικές) εκτιμήσεις, το επιτόκιο διαφοράς δανεισμού της Ελλάδος από τη Γερμανία παραμένει υψηλό, διότι: α) οι αγορές ήθελαν μέτρα που δεν ελήφθησαν, β) τα μέτρα ελήφθησαν, αλλά οι αγορές ξέρουν ότι δεν εφαρμόστηκαν, γ) τα μέτρα εφαρμόστηκαν, αλλά οι αγορές φοβούνται ότι μπορεί να ακυρωθούν από τις κοινωνικές αντιδράσεις, δ) τα μέτρα μπορεί να μην ακυρωθούν από τις αντιδράσεις, αλλά οι αγορές είναι διστακτικές διότι η εφαρμογή τους θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ύφεση.

Το μόνο σίγουρο με τις αγορές είναι ότι και οι δικές τους «βουλαί» είναι άγνωστες. Μπορεί να υπεραντιδράσουν σε ένα δημοσίευμα για δανεισμό της Ελλάδος από την Κίνα και να παραμείνουν απαθείς σε μέτρα που οι θεολόγοι των αγορών τα θεωρούν ζωτικής σημασίας. Οπως θα έλεγε και ο ευαγγελιστής «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθαίος ζ΄ 14).

Το τρίτο κοινό είναι η απουσία κριτηρίων ελέγχου των τελικών αποτελεσμάτων. Στη θεολογία υπάρχει κάποιος που «τα πάντα εν σοφία ποιεί», με τις αγορές τα πάντα είναι καλά καμωμένα. Το ερώτημα που δεν μπαίνει είναι: για ποιους; Το σύστημα δικαιολογείται όλο και πιο αυτοαναφορικά. Ακόμη και οι κρίσεις του θεωρούνται εξυγιαντικές, ανεξαρτήτως των εξωγενών αποτελεσμάτων.

Η αγορά υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της ανθρωπότητας. Επέτρεψε στα άτομα να ανταλλάσσουν προϊόντα, αντί να σφάζονται γι' αυτά. Αυτό όμως που σήμερα βαφτίζουμε «αγορές» κινείται όλο και περισσότερο στο χώρο της συμβολικής οικονομίας. Δεν ανταλλάσσονται πλέον πραγματικά προϊόντα, ανταλλάσσονται εκτιμήσεις για τα προϊόντα και ασφαλιστήρια συμβόλαια για τις οικονομίες. Εχει αναπτυχθεί ένας πλανητικός τζόγος με τα παράγωγα, τα οποία αφρόνως συνδέθηκαν με την πραγματική οικονομία επιτρέποντας στις τράπεζες καταθέσεων να ποντάρουν τις αποταμιεύσεις των καταθετών τους.

Το σύστημα πλέον κινείται με απίστευτες ταχύτητες και έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο, ακόμη και της λογικής. Κι αυτό δεν είναι καν το χειρότερο. Εμείς, μπήκαμε εθελοντικά στο μάτι αυτού του χαοτικού συστήματος· δανειζόμενοι αφρόνως, οδηγήσαμε το αυτοκίνητο πάνω στις ράγες. Και τώρα δεν ξέρουμε τι να πρωτοπληρώσουμε...

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 3.4.2010