ΔΕΚΑ ΑΒΑΣΙΜΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΠΡΟΦΑΝΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
KAI 22 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Το κείμενο που ακολουθεί (σήμερα δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος), έχει συνταχθεί με πρωτοβουλία γνωστών γάλλων οικονομολόγων (Φιλίπ Ασκεναζί, Τομά Κουρό, Αντρέ Ορλεάν, Ανρί Στερντινιάκ) και έχει υπογραφεί ήδη από επτά τουλάχιστον εκατοντάδες ευρωπαίων οικονομολόγων.
Το «Μανιφέστο των κατάπληκτων οικονομολόγων», όπως το τιτλοφορούν, διαφέρει αισθητά από παρόμοια αριστερής έμπνευσης μανιφέστα που έχουν στο πρόσφατο παρελθόν δημοσιευτεί με αφορμή την κρίση του χρέους και ειδικότερα τις επιπτώσεις της στην Ευρώπη. Είναι πιο λεπτομερειακό, με πιο ειδικές αναφορές στα συγκεκριμένα προβλήματα. Και, το κυριότερο, αναλαμβάνει την ευθύνη να προτείνει για συζήτηση άμεσες εναλλακτικές λύσεις υπονομεύοντας έτσι την κυρίαρχη λογική του «μονόδρομου».
Η κριτική του στην κυρίαρχη οικονομική αντίληψη είναι καταλυτική και οι λύσεις που προτείνει είναι, από μια άποψη, άμεσα εφαρμόσιμες. Ωστόσο, μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η απόλυτη σχεδόν κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, κι αυτές ακόμη οι προτάσεις καταλήγουν να αποτελούν ζητούμενο.
Είναι φανερό ότι για την εφαρμογή τους χρειάζεται να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί, να συγκεντρωθούν προς υποστήριξή τους ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να ανατρέψουν τη διπλή κυριαρχία που μόλις προαναφέραμε.
Η νεοφιλελεύθερη λογική είναι η μόνη που αναγνωρίζεται ως νόμιμη, παρά τις καταφανείς αποτυχίες της. Στηριζόμενη στην υπόθεση της ρυθμιστικής ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών, κηρύσσει τη μείωση των δημοσίων δαπανών, την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, την απελευθέρωση του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της αγοράς κεφαλαίου, την ένταση του ανταγωνισμού εν παντί τόπω και χρόνω…
Ως οικονομολόγοι μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας αυτές τις πολιτικές να βρίσκονται πάντα στην ημερήσια διάταξη και να μην αμφισβητούνται τα θεωρητικά τους θεμέλια. Παρά το γεγονός ότι έχουν αποδειχθεί λανθασμένα στην πράξη τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εδώ και τριάντα χρόνια, προκειμένου να προσανατολιστούν σ’ αυτή την κατεύθυνση οι επιλογές της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Η κρίση ξεγύμνωσε το δογματικό και αστήριχτο χαρακτήρα των περισσότερων από αυτές τις δήθεν προφανείς αλήθειες, που επαναλαμβάνουν κατά κόρον όσοι παίρνουν τις αποφάσεις και οι σύμβουλοί τους (…)
Πρόκειται για ψευδείς ισχυρισμούς, που εμπνέουν μέτρα άδικα και αναποτελεσματικά, απέναντι στους οποίους αντιτάσσουμε για δημόσια συζήτηση είκοσι δύο αντιπροτάσεις. Καθεμία από αυτές δεν συναντά οπωσδήποτε την ομοφωνία των οικονομολόγων που υπογράφουν το κείμενο. Ωστόσο, αν θέλουμε να βγει η Ευρώπη από το αδιέξοδο, οφείλουμε να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη.
1ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΕΣ
ΝΑ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σήμερα κάθε παρατηρητής των οικονομικών εξελίξεων σκοντάφτει πάνω σε μια πραγματικότητα: στον πρωταρχικό ρόλο που αποδίδεται στις χρηματοπιστωτικές αγορές για τη λειτουργία της οικονομίας. Αυτή είναι η κατάληξη μιας εξέλιξης, που η αρχή της βρίσκεται στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια σαφή, ποσοτική και ποιοτική, τομή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Κάτω από την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η συνολική ρύθμιση του καπιταλισμού μετασχηματίστηκε σε βάθος γεννώντας μια νέα μορφή καπιταλισμού, που ορισμένοι αποκάλεσαν «νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό».
Οι μεταβολές αυτές βρήκαν τη θεωρητική δικαίωσή τους στην υπόθεση της ικανότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών να λειτουργούν ως αξιολογητές και ρυθμιστές άπειρων πληροφοριών. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, είναι σημαντικό να αναπτυχθούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, να τους επιτραπεί να λειτουργήσουν όσο γίνεται πιο ελεύθερα, γιατί αποτελούν τον μοναδικό μηχανισμό αποτελεσματικής κατανομής των κεφαλαίων. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται με πείσμα εδώ και τριάντα χρόνια, συμβαδίζουν με αυτή την απαίτηση. Έπρεπε λοιπόν να διαμορφωθεί μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά ολοκληρωμένη, όπου οι παίκτες (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτη, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) θα μπορούν να ανταλλάσσουν τίτλους (μετοχές, ομολογίες, χρεόγραφα, παράγωγα, συνάλλαγμα) κάθε τύπου (μακροπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα).
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν να μοιάζουν με τη «χωρίς τριβές» αγορά των εγχειριδίων: ο οικονομικός λόγος κατόρθωσε να γίνει δημιουργός της ίδιας της πραγματικότητας. Καθώς οι αγορές γίνονταν όλο και πιο «τέλειες» με την έννοια της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας, οι αναλυτές πίστεψαν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο εξής θα ήταν πιο σταθερό απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η περίοδος οικονομικής ανάπτυξης χωρίς άνοδο των μισθών που γνώρισαν οι ΗΠΑ από το 1990 ως το 2007, έμοιαζε να το επιβεβαιώνει.
Οι αγορές δεν ρυθμίζουν
τέλεια τη ζωή μας
Ακόμη και σήμερα οι G20 επιμένουν στην ιδέα ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για την κατανομή των κεφαλαίων. Η υπεροχή και η ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών παραμένουν οι τελικοί στόχοι της νέας οικονομικής ρύθμισής τους. Η κρίση δεν ερμηνεύεται σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της λογικής των απορρυθμισμένων αγορών, αλλά σαν συνέπεια της φαυλότητας και της ανευθυνότητας ορισμένων παραγόντων.
Ωστόσο, η κρίση απέδειξε ότι οι αγορές δεν μπορούν να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο και δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ως προς τα ζητήματα της ρύθμισης των οικονομιών και της οικονομικής πολιτικής είναι τεράστιες.
Η κυρίαρχη θεωρία (της ρυθμιστικής ικανότητας των αγορών) βασίζεται στην ιδέα ότι οι επενδυτές αναζητούν και βρίσκουν τις πιο ακριβείς πληροφορίες για την αξία των οικονομικών σχεδίων που ανταγωνίζονται αναζητώντας χρηματοδότηση. Αν πιστέψουμε αυτή τη θεωρία, η τιμή που διαμορφώνεται σε μια αγορά, αντανακλά την κρίση των επενδυτών και συνθέτει το σύνολο των διαθέσιμων πληροφοριών: αποτελεί συνεπώς μια καλή εκτίμηση της αληθινής αξίας των τίτλων.
Αυτή η αξία υποτίθεται ότι συνοψίζει κάθε απαραίτητη πληροφορία για τον προσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας και συνεπώς της κοινωνικής ζωής. Έτσι, το κεφάλαιο επενδύεται στα οικονομικά σχέδια που αποφέρουν τη μεγαλύτερη απόδοση και αποφεύγει τα λιγότερο αποδοτικά. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα αυτής της θεωρίας: ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός παράγει ορθές τιμές, οι οποίες αποτελούν σήματα για τους επενδυτές και προσανατολίζουν αποτελεσματικά την οικονομική ανάπτυξη.
Όταν η τιμή ανεβαίνει,
η ζήτηση αυξάνει!
Η κρίση, όμως, ήρθε να επιβεβαιώσει το κριτικό έργο μελετητών που έθεταν υπό αμφισβήτηση αυτή την πρόταση. Ο χρηματοπιστωτικός ανταγωνισμός δεν παράγει αναγκαστικά ορθές τιμές. Ακόμα χειρότερα: συχνά αποσταθεροποιεί τις τιμές και οδηγεί σε εξελίξεις των τιμών υπερβολικές και μη ορθολογικές, σε χρηματοπιστωτικές φούσκες.
Το μέγα σφάλμα της κυρίαρχης θεωρίας είναι ότι μεταφέρει στα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τη θεωρία των συνηθισμένων αγορών. Σ’ αυτές τις αγορές ο ανταγωνισμός είναι κατά ένα μέρος αυτορυθμιζόμενος δυνάμει του αποκαλούμενου «νόμου» της προσφοράς και της ζήτησης: όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, τότε οι παραγωγοί αυξάνουν την προσφορά τους και οι αγοραστές μειώνουν τη ζήτησή τους. Η τιμή τότε πέφτει και προσεγγίζει το επίπεδο ισορροπίας. Με άλλα λόγια, όταν η τιμή ενός αγαθού ανεβαίνει, αντίρροπες δυνάμεις ενεργούν και τείνουν αρχικά να φρενάρουν την τιμή και κατόπιν να αντιστρέψουν την τάση ανόδου της.
Ο ανταγωνισμός παράγει την αποκαλούμενη «αρνητική ανατροφοδότηση», δηλαδή δυνάμεις που δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τον αρχικό κλονισμό. Η ιδέα της ρυθμιστικής ικανότητας της αγοράς προκύπτει από μια άμεση μεταφορά αυτού του μηχανισμού στη διαδικασία χρηματοδότησης της αγοράς. Ωστόσο, η κατάσταση στην αγορά αυτή είναι πολύ διαφορετική. Όταν η τιμή ανεβαίνει, συχνά παρατηρούμε ότι δεν προκύπτει πτώση αλλά άνοδος της ζήτησης!
Στην πραγματικότητα, η άνοδος της τιμής σημαίνει μεγαλύτερη απόδοση γι’ αυτούς που κατέχουν τον συγκεκριμένο τίτλο, λόγω της υπεραξίας που πραγματοποιείται. Η άνοδος της τιμής, λοιπόν, προσελκύει νέους αγοραστές, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο την αρχική άνοδο. Η υπόσχεση ότι θα υπάρξει επιβράβευση, ωθεί τους συναλλασσόμενους να διευρύνουν αυτή την κίνηση μέχρι το, απρόβλεπτο αλλά αναπόφευκτο, τυχαίο γεγονός, που θα προκαλέσει την αντιστροφή των προεξοφλήσεων και το κραχ.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια διαδικασία «θετικής ανατροφοδότησης», που επιδεινώνει τις ανισορροπίες. Πρόκειται για την κερδοσκοπική φούσκα: μια σωρευτική άνοδο των τιμών που αυτοτροφοδοτείται.
Η αγορά
οδηγεί στις φούσκες
Αυτός ο τύπος διαδικασίας δεν παράγει ορθές τιμές, αντίθετα παράγει τιμές αναντίστοιχες. Η προεξάρχουσα θέση που κατέχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, αποκλείει οποιαδήποτε ρυθμιστική ικανότητα. Αντίθετα, αποτελεί μόνιμη πηγή αστάθειας, όπως δείχνει σαφέστατα η συνεχής σειρά από φούσκες που έσκασαν τα τελευταία 20 χρόνια: Ιαπωνία, Νοτιοανατολική Ασία, Διαδίκτυο, αναδυόμενες αγορές, φούσκα των ακινήτων… Η χρηματοπιστωτική αστάθεια μεταφράζεται έτσι σε ισχυρές διακυμάνσεις της τιμής συναλλάγματος και των χρηματιστηρίων, που είναι έκδηλο ότι δεν σχετίζονται με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Η αστάθεια αυτή, που γεννιέται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μεταδίδεται στην πραγματική οικονομία μέσα από πολλούς μηχανισμούς.
Για να περιοριστεί αυτός ο ατελέσφορος χαρακτήρας και η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, προτείνουμε τέσσερα μέτρα:
• Να διαχωριστούν αυστηρά οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών παραγόντων, να απογορευτεί στις τράπεζες να κερδοσκοπούν για λογαριασμό τους, ώστε να αποφευχθεί η εξάπλωση των φαινομένων φούσκας και τα κραχ.
• Να περιοριστεί η ρευστότητα και η κερδοσκοπία που προκαλεί αστάθεια, μέσω ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων και φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών μεταβιβάσεων.
• Να περιοριστούν οι χρηματοπιστωτικές μεταβιβάσεις μόνο στις αναγκαίες για τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας (π.χ. CDS αποκλειστικά για τους κατόχους ασφαλισμένων τίτλων).
• Να οριστεί οροφή στις απολαβές των χρηματιστών που διαπραγματεύονται για δικό τους λογαριασμό.
2ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΥΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση οδήγησε στο ζενίθ την ισχύ τού χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς ενοποιεί και συγκεντροποιεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία σε πλανητική κλίμακα. Στο εξής αυτή είναι που καθορίζει τις νόρμες αποδοτικότητας που απαιτούνται για το σύνολο των κεφαλαίων.
Το σχέδιο προέβλεπε ότι η χρηματοδότηση μέσω της αγοράς αντικαθιστά τη χρηματοδότηση των επενδύσεων μέσω του τραπεζικού συστήματος. Το σχέδιο αυτό έχει αποτύχει, καθώς σήμερα, συνολικά, είναι οι επιχειρήσεις που χρηματοδοτούν τους μετόχους αντί να συμβαίνει το αντίθετο.
Η διοίκηση των επιχειρήσεων έχει μετασχηματιστεί σε βάθος για να προσεγγίσει τις νόρμες αποδοτικότητας της αγοράς. Έχει επιβληθεί μια νέα αντίληψη για την επιχείρηση και τη διοίκησή της, σύμφωνα με την οποία η επιχείρηση υπηρετεί αποκλειστικά τον μέτοχο. Έχει εξαφανιστεί η ιδέα ενός κοινού συμφέροντος που αναφέρεται στα διάφορα επιμέρους συμφέροντα τα οποία συνδέονται με την επιχείρηση. Οι διευθύνοντες τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο επιχειρήσεις στο εξής έχουν ως πρωταρχική αποστολή να ικανοποιούν την επιθυμία πλουτισμού των μετόχων και μόνο.
Κατά συνέπεια παύουν και οι ίδιοι να είναι μισθωτοί, όπως φαίνεται και από την υπέρμετρη άνοδο των απολαβών τους. Το ζήτημα, δηλαδή, που τους ενδιαφέρει, είναι πώς θα διαχειριστούν τα πράγματα, ώστε στο εξής τα συμφέροντα των διευθυντικών στελεχών να συμπίπτουν με τα συμφέροντα των μετόχων.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων από 15% έως 25% είναι στο εξής ο κανόνας που επιβάλλει η χρηματοπιστωτική εξουσία στις επιχειρήσεις και τους μισθωτούς. Η ρευστότητα είναι το εργαλείο αυτής της εξουσίας, που επιτρέπει κάθε στιγμή στα κεφάλαια που δεν ικανοποιούνται να μεταφερθούν αλλού.
Μπροστά σ’ αυτή τη δύναμη οι μισθωτοί καθώς και η πολιτική κυριαρχία εξαιτίας της διάσπασής τους εμφανίζονται σε υποδεέστερη θέση. Αυτή η κατάσταση ανισορροπίας οδηγεί σε παράλογες απαιτήσεις κέρδους, οι οποίες χαλιναγωγούν την οικονομική ανάπτυξη και ωθούν σε μια διαρκή μεγέθυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Από τη μια μεριά οι απαιτήσεις της κερδοφορίας αναχαιτίζουν σε σημαντικό βαθμό τις επενδύσεις: όσο ανέρχεται η ζητούμενη αποδοτικότητα, τόσο δυσκολότερο γίνεται να βρεθούν επενδυτικά σχέδια που ικανοποιούν τις απαιτήσεις των επενδυτών. Τα ποσοστά των επενδύσεων παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, οι απαιτήσεις αυτές προκαλούν μια σταθερή πτωτική πίεση στους μισθούς και την αγοραστική δύναμη, γεγονός που δεν ευνοεί τη ζήτηση. Η ταυτόχρονη ανάσχεση των επενδύσεων και της κατανάλωσης οδηγεί σε αδύναμη ανάπτυξη και ενδημική ανεργία.
Η τάση αυτή αντισταθμίστηκε στις αγγλοσαξονικές χώρες με τη διεύρυνση του δανεισμού (και του χρέους) των νοικοκυριών και με τις χρηματοπιστωτικές φούσκες, που δημιουργούν πλασματικό πλούτο, επιτρέπουν την αύξηση της κατανάλωσης χωρίς την αύξηση των μισθών, αλλά καταλήγουν σε κραχ.
Για να αντιμετωπιστούν τα αρνητικά αποτελέσματα της επίδρασης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην οικονομική δραστηριότητα, προτείνουμε για συζήτηση τρία μέτρα:
• Να ενισχυθούν σε σημαντικό βαθμό οι αντίρροπες δυνάμεις μέσα στις επιχειρήσεις, ώστε να υποχρεωθούν οι διοικήσεις τους να λάβουν υπόψη τα συμφέροντα του συνόλου των μερών που τις συναποτελούν.
• Να ενισχυθεί πολύ η φορολογία των πολύ υψηλών εισοδημάτων, ώστε να αποθαρρυνθεί η ανυπόφορη κούρσα αποδοτικότητας των κεφαλαίων.
• Να μειωθεί η εξάρτηση των επιχειρήσεων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές με την ανάπτυξη δημόσιας πιστωτικής πολιτικής (προνομιακά επιτόκια για τις δραστηριότητες που έχουν προτεραιότητα στο κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο).
3ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ ΚΡΙΤΗΣ ΤΗΣ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Σύμφωνα με τους υπέρμαχους των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι παράγοντες της αγοράς λαμβάνουν υπόψη τους την αντικειμενική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, για να αξιολογήσουν τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο δανεισμός ενός κράτους.
Ας πάρουμε την περίπτωση του ελληνικού χρέους. Οι οικονομικοί παράγοντες και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις επαφίενται αποκλειστικά στις οικονομικές εκτιμήσεις για να κρίνουν ποια είναι η κατάσταση. Έτσι, όταν το επιτόκιο που απαιτούσαν για την Ελλάδα ανέβηκε και ξεπέρασε το 10%, ο καθένας μπορούσε να συμπεράνει ότι ο κίνδυνος αποτυχίας ήταν προ των πυλών: εάν οι επενδυτές απαιτούν τόσο υψηλό πριμ κινδύνου, είναι γιατί ο κίνδυνος έχει φτάσει στα άκρα.
Εδώ βρίσκεται η βαθύτατη πλάνη, αν κατανοήσουμε την αληθινή φύση της αξιολόγησης μέσω της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ακριβώς επειδή αυτή δεν έχει την ικανότητα που της αποδίδεται, παράγει πολύ συχνά τιμές (επιτόκια) πλήρως αναντίστοιχα προς τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Στις συνθήκες αυτές, είναι παράλογο να στηριχτεί κάποιος μόνο στις χρηματοπιστωτικές αξιολογήσεις για να κρίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση. Η εκτίμηση της αξίας ενός τίτλου δεν είναι μια πράξη συγκρίσιμη με τη μέτρηση ενός αντικειμενικού μεγέθους, για παράδειγμα με την εκτίμηση του βάρους ενός αντικειμένου.
Ένας τίτλος είναι δικαίωμα επί των μελλοντικών εισοδημάτων: για να τον αξιολογήσουμε, πρέπει να προβλέψουμε το μέλλον. Κι αυτό είναι ζήτημα κρίσης, δεν είναι ζήτημα αντικειμενικής μέτρησης, γιατί τη συγκεκριμένα στιγμή το μέλλον δεν είναι καθόλου προκαθορισμένο. Στις αίθουσες των αγορών, αυτό που εκτιμάται είναι αυτό που οι παράγοντες της αγοράς φαντάζονται ότι θα συμβεί. Μια τέτοια τιμή (επιτόκιο) προκύπτει από μια κρίση, μια πεποίθηση, ένα στοίχημα με το μέλλον: τίποτα δεν μας εξασφαλίζει ότι η κρίση των αγορών είναι κατά οποιοδήποτε τρόπο ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή κρίσης.
Και, κυρίως, η αξιολόγηση των αγορών δεν είναι ουδέτερη: επηρεάζει το μετρούμενο αντικείμενο, κατασκευάζει το μέλλον που φαντάζεται και δημιουργεί δεσμεύσεις με βάση αυτό. Έτσι, οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι αξιολόγησης συμβάλλουν ευρύτατα στον καθορισμό των επιτοκίων στις αγορές ομολόγων βαθμολογώντας τα με μεγάλο υποκειμενισμό, δηλαδή με τη θέληση να τροφοδοτήσουν την αστάθεια, η οποία είναι πηγή κερδοσκοπικών κερδών.
Κάθε φορά που κατεβάζουν το βαθμό αξιολόγησης, ενός κράτους, ανεβάζουν τα επιτόκια που απαιτούν οι χρηματοπιστωτικοί παράγοντες για να δεχτούν τους τίτλους του δημόσιου χρέους αυτού του κράτους και έτσι αυξάνουν τον κίνδυνο πτώχευσης, την οποία έχουν αναγγείλει.
Για να περιορίσουμε την επίδραση της ψυχολογίας των αγορών στη χρηματοδότηση των κρατών, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Οι οίκοι χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης δεν επιτρέπεται να βαραίνουν με αυθαίρετο τρόπο στη διαμόρφωση του επιτοκίου της αγορά ομολόγων μέσω της υποβάθμισης ενός κράτους: θα έπρεπε η δραστηριότητά τους να υπόκειται σε κανόνες και να απαιτείται η αξιολόγησή τους να γίνεται με διαφανείς οικονομικούς υπολογισμούς.
• Να απελευθερωθούν τα κράτη από την απειλή των χρηματοπιστωτικών αγορών με τη θεσμοθέτηση της εγγύησης εξαγοράς τίτλων του δημοσίου από την ΕΚΤ.
4ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
Η ΑΠΟΓΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Συνήθως, το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα εμφανίζει τις χώρες να πνίγονται από δημόσιο χρέος και να θυσιάζουν την ευημερία των μελλοντικών γενεών επιδιδόμενες σε απερίσκεπτες κοινωνικές δαπάνες. Το δανειζόμενο κράτος εμφανίζεται σαν ένας αλκοολικός πατέρας, που σπαταλάει για το πιοτό περισσότερα απ’ όσα εισπράττει.
Κι όμως, η πρόσφατη έκρηξη του δημόσιου χρέους στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο οφείλεται σε εντελώς διαφορετικές αιτίες: δηλαδή, στα σχέδια σωτηρίας των δημοσίων οικονομικών και κυρίως στην ύφεση που προκάλεσε η τραπεζική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008: το μέσο δημόσιο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ ήταν 0,6% του ΑΕΠ το 2007, αλλά με την κρίση ανέβηκε στο 7% (2010). Το δημόσιο χρέος την ίδια περίοδο πέρασε από το 66% στο 84% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η άνοδος του δημόσιου χρέους, στη Γαλλία και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αρχικά περιορισμένη και προηγήθηκε αυτής της ύφεσης: δεν προέρχεται από μια ανοδική τάση των δημόσιων δαπανών (καθώς αυτές οι δαπάνες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι σταθερές ή μειωμένες στην ΕΕ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90), αλλά από την εξάντληση των δημοσίων εσόδων λόγω της αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και λόγω της δημοσιονομικής αντεπανάστασης που πραγματοποίησαν οι περισσότερες κυβερνήσεις τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια. Πιο μακροπρόθεσμα, η δημοσιονομική αντεπανάσταση τροφοδότησε τη διόγκωση του χρέους, καθώς η μία περίοδος ύφεσης διαδεχόταν την άλλη.
Έτσι, στη Γαλλία, μια πρόσφατη κοινοβουλευτική έκθεση ανεβάζει στα 100 δισ. ευρώ το κόστος της μείωσης των βεβαιωθέντων φόρων μεταξύ 2000 και 2010, χωρίς να υπολογίσουμε την απαλλαγή από την καταβολή κοινωνικών εισφορών (30 δισ.) και άλλες «δημοσιονομικές δαπάνες».
Επειδή δεν προβλέπεται δημοσιονομική εναρμόνιση, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν επιδοθεί σ’ έναν δημοσιονομικό ανταγωνισμό, μειώνοντας τη φορολόγηση των εταιριών, των υψηλών εισοδημάτων και της περιουσίας. Παρά το γεγονός ότι το ειδικό βάρος αυτών των προσδιοριστικών στοιχείων ποικίλλει από χώρα σε χώρα, η σχεδόν γενική άνοδος του δημοσίου ελλείμματος στην Ευρώπη τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν προκύπτει κυρίως από μια ένοχη απόκλιση των δημοσίων δαπανών.
Η διάγνωση αυτή ανοίγει προφανώς άλλα πεδία δράσης, διαφορετικά από αυτά που επιβάλλει η λογική της μείωσης των δημοσίων δαπανών στο διηνεκές.
Για να δώσουμε νέα πνοή σε μια δημόσια συζήτηση για την προέλευση του χρέους και, συνεπώς, για τα θεραπευτικά μέσα, προτείνουμε:
• Να γίνει δημόσιος, ανοιχτός στους πολίτες έλεγχος του δημόσιου χρέους, ώστε να προσδιοριστεί η προέλευσή του και να γίνει γνωστή η ταυτότητα των κύριων κατόχων των τίτλων του χρέους και τα ποσά που αντιπροσωπεύουν.
5ος ΨΕΥΔΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΩΣΟΥΜΕ
ΤΙΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΩΘΕΙ
ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Ακόμη κι αν η αύξηση του δημόσιου χρέους προέκυπτε κατά ένα μέρος από μια άνοδο των δημοσίων δαπανών, η περικοπή αυτών των δαπανών δεν θα συνέβαλε υποχρεωτικά στη λύση του προβλήματος. Κι αυτό γιατί η δυναμική του δημόσιου χρέους δεν έχει μεγάλη σχέση με τη δυναμική ενός νοικοκυριού: η μακροοικονομία δεν μπορεί να αναχθεί στην οικιακή οικονομία.
Η δυναμική του χρέους γενικά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από το επίπεδο των πρωτογενών ελλειμμάτων, αλλά επίσης και από τη διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο δανεισμού και τον ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Γιατί αν ο τελευταίος είναι πιο χαμηλός από το επιτόκιο, τότε το χρέος αυξάνεται αυτόματα εξαιτίας του «φαινομένου της χιονοστιβάδας»: το ποσό που απαιτείται για τους τόκους εκρήγνυται και το συνολικό έλλειμμα (μαζί και οι τόκοι για το χρέος) ακολουθεί την ίδια πορεία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στη Γαλλία, παρά την ύφεση των ετών 1993-94, συνεχίστηκε η ίδια πολιτική, γεγονός που μεταφράστηκε σε επιτόκια σταθερά υψηλότερα από τα τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό εξηγεί το άλμα του δημόσιου χρέους στη Γαλλία στη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ο ίδιος μηχανισμός εξηγεί την αύξηση του χρέους κατά την πρώτη πενταετία της δεκαετίας 1980 υπό την αρνητική επίδραση της νεοφιλελεύθερης ανατροπής και της πολιτικής υψηλών επιτοκίων που ακολούθησαν ο Ρίγκαν και η Θάτσερ.
Ο ρυθμός ανάπτυξης
καθορίζει το χρέος
Όμως ο αριθμός οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι ανεξάρτητος από τις δημόσιες δαπάνες: βραχυπρόθεσμα, οι σταθερές δημόσιες δαπάνες περιορίζουν την επέκταση της ύφεσης («αυτόματοι σταθεροποιητές»), μακροπρόθεσμα οι επενδύσεις και οι δημόσιες δαπάνες (εκπαίδευση, υγεία, έρευνα, υποδομές…) ενισχύουν την ανάπτυξη. Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι κάθε είδους δημόσιο χρέος αυξάνει εξ ίσου το δημόσιο χρέος, ή ότι κάθε μείωση του ελλείμματος επιτρέπει και τη μείωση του χρέους. Αν η μείωση των ελλειμμάτων γίνεται τροχοπέδη για την οικονομική δραστηριότητα, το χρέος θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Οι νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ορισμένες χώρες (ο Καναδάς, η Σουηδία, το Ισραήλ) προχώρησαν σε πολύ βίαιες προσαρμογές των δημοσιονομιών τους στη δεκαετία του ’90 και γνώρισαν αμέσως μετά άνοδο της οικονομικής ανάπτυξης. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση μιας απομονωμένης χώρας, η οποία ανακτά γρήγορα την ανταγωνιστικότητά της έναντι των ανταγωνιστών της. Αυτό που ξεχνούν προφανώς οι οπαδοί της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής προσαρμογής, είναι ότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ως κύριους πελάτες και ανταγωνιστές τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς η ΕΕ, συνολικά, είναι ελάχιστα ανοικτή στις εξωτερικές συναλλαγές. Μια ταυτόχρονη και μαζική μείωση των δημόσιων δαπανών στο σύνολο των χωρών της ΕΕ θα είχε ένα και μόνο αποτέλεσμα: μια βαθιά ύφεση και, συνεπώς, μια νέα επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Για να αποφύγουμε την πρόκληση μιας τέτοιας καταστροφικής κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης, προτείνουμε προς συζήτηση δύο μέτρα:
• Να διατηρηθεί το επίπεδο των δαπανών κοινωνικής προστασίας ή να βελτιωθεί (επιδόματα ανεργίας, κατοικίας…).
• Να αυξηθούν τα κονδύλια του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, την έρευνα, τις περιβαλλοντικές επενδύσεις, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης, που θα επιτρέψει σημαντική μείωση της ανεργίας.
Εφ. ΕΠΟΧΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου